Ανδρέας Κούμπος του Στεργίου,
63 ετών, βιοτέχνης από την Καρδίτσα, κάτοικος Αμαλιάδος 12, Κολωνός. Γύρω στις
11:00, στις 18/11/1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Γ΄ Σεπτεμβρίου και
Καποδιστρίου, τραυματίστηκε στη λεκάνη από πυρά μυδραλίου τεθωρακισμένου
στρατιωτικού οχήματος. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του ΕΕΣ (Γ΄
Σεπτεμβρίου), κατόπιν στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών και τέλος στο ΚΑΤ, όπου και
πέθανε στις 30/1/1974.
Ο Ανδρέας Κούμπος σημειώνεται ως τραυματίας στις αρχικές καταστάσεις
της αστυνομίας, αφού απεβίωσε αργότερα, στις 30.1.1974, οπότε και συντάχθηκε η
υπ' αρ. 8695/74 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας, καθώς και η υπ' αρ. 6
τόμ.ΣΤ’/1974 ληξιαρχική πράξη θανάτου. Ο θάνατός του αναφέρεται στη
μεταγενέστερη αναφορά της Γενικής Ασφάλειας της 12.07.1974, Το θύμα
περιλαμβάνεται, ως «Κάμπος», στον κατάλογο των νεκρών που κυκλοφόρησε παράνομα,
τον Φεβρουάριο του 1974, με πρωτοβουλία του Κ.Κ.Ε., και ως «Κούμπος» στον
κατάλογο νεκρών που επισύναψε στην
από 17 Σεπτεμβρίου 1974 μήνυση του ο
δημοσιογράφος Γρηγόριος Παπαδάτος, διά του δικηγόρου Α. Λυκουρέζου, όσο και σ'
εκείνον που δημοσίευσε ο δημοσιογράφος Μπάμπης Γεωργούλας το 1975. Αναφέρεται
με τα πλήρη στοιχεία του στο πόρισμα του Εισαγγελέα Δημ. Τσεβά της 14ης
Οκτωβρίου 1974, στο Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών 677/75 και στις καταθέσεις
των Στυλιανού Κούμπου (31.10.1975) και Αλέξανδρου Κούμπου (4.11.1975).
Στην αναφορά της Γενικής
Ασφάλειας της
12.07.1974, η περίπτωση του Ανδρέα Κούμπου εμφανίζεται με αλλοίωση του τόπου
και του χρόνου, καθώς σημειώνεται ότι «ετραυματίσθη με πυροβόλον όπλον την
17.11.1973 εις τα γεγονότα του ΕΜΠ».
Στο πόρισμα του εισαγγελέα Δημ. Τσεβά της
14ης Οκτωβρίου 1974, αναφέρεται ορθώς ότι «ετραυματίσθη σοβαρώς
διερχόμενος την οδόν Καποδιστρίου, περί ώραν 11.00' της 18.11.1973, βληθείς εκ
διερχομένου άρματος και απεβίωσεν την 30.1.1974».
Στην 609/28.7.1975 εισήγηση του
αντεισαγγελέα Ιωάννη Ζαγκίνη, αναφέρεται ως «πυροβοληθείς
υπό στρατιωτικού την 18.11.1973 και αποβιώσας την 30.1.1974, εκ του
προκληθέντος εις αυτόν τραύματος».
Το Συμβούλιο Εφετών με το υπ' αρ. 677/75 βούλευμα
του παρέπεμψε τους Γεώργιο Παπαδόπουλο και Δημήτριο Ζαγοριανάκο (τότε Αρχηγό
Ενόπλων Δυνάμεων), με την κατηγορία ότι «εκ προθέσεως παρέσχον συνδρομήν εις
άλλους, οι οποίοι ετέλουν υπό την ιεραρχικήν τους εξάρτησιν, προς εκτέλεσιν
κακουργημάτων», και τους Δημήτριο Ιωαννίδη, Κωνσταντίνο Μαυροειδή (τότε
διοικητή της ΑΣΔΕΝ) και Νικόλαο Ντερτιλή (τότε επιτελή της
ΑΣΔΕΝ), με την κατηγορία
ότι «εκ προθέσεως προεκάλεσαν παρ' άλλοις την απόφασιν προς εκτέλεσιν
ανθρωποκτονιών», με αποτέλεσμα ότι «οι στρατιωτικοί οι οποίοι είχον τεθή υπό το
γενικόν τους πρόσταγμα απέκτειναν εκ προθέσεως δια πυροβολισμών ριφθέντων
εναντίον του» τον Ανδρέα Κούμπο.
Όπως κατέθεσε ενώπιον του
Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, στις 31 Οκτωβρίου 1975, ο γιος του θύματος Στυλιανός
Κούμπος (26 ετών από τον
Βόλο, Βιοτέχνης), ο πατέρας του είχε φύγει στις 18 Νοεμβρίου το πρωί από το
σπίτι για να πάει προς το κέντρο της Αθήνας. Τις απογευματινές ώρες της ίδιας
ημέρας, η οικογένεια του πληροφορήθηκε ότι στις 12 το μεσημέρι, «καθ’ ην ώραν
βρισκόταν στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου και Καποδιστρίου, εκτυπήθη από ένα άρμα και
ετραυματίσθη στη λεκάνη, μετά δε από δύο μήνες απεβίωσε συνεπεία του
τραυματισμού του».
Ο άλλος γιος του θύματος,
Αλέξανδρος Κούμπος (31
ετών από την Καρδίτσα, Βιοτέχνης), ανέφερε στη δική του κατάθεση ότι ο πατέρας
του ξεκίνησε για να πάει στην πλατεία Κοτζιά: «Πράγματι επήγε εκεί και
φεύγοντας περί την 11.00'-11.30' π.μ. επήγε προς το Πολυτεχνείο. Στην οδό
Καποδιστρίου εβλήθη από πίσω και ετραυματίσθη εις την λεκάνην, και αφού τον
μετέφεραν στον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, εν συνεχεία στο Ρυθμιστικό και μετά στο
ΚΑΤ, το τραύμα του έπαθε επιπλοκή και μετά παρέλευση δύο μηνών και 15 ημερών
απεβίωσε». Πριν πεθάνει, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, το θύμα τους είπε
πώς τον πυροβόλησαν: «Από το σημείο που βρισκόταν, περνούσαν τα άρματα μάχης
και πυροβολούσαν. Τα πυροβόλα τους ήταν στραμμένα προς τον ουρανό, αλλά οι
οπλίτες που ήταν πάνω στα τανκς σημάδευαν τον κόσμο και πυροβολούσαν». […]
Πράγματι, εκείνη την Κυριακή η
ευρύτερη περιοχή του Πολυτεχνείου αποτελούσε μια εξαιρετικά επικίνδυνη ζώνη,
καθώς οι δυνάμεις καταστολής, εξακολουθούσαν για δεύτερη ημέρα να επιδιώκουν
την με κάθε μέσο αποτροπή αναζωπύρωσης της εστίας των γεγονότων. Να υπενθυμίσουμε ότι την
ίδια περίπου ώρα με τον θανάσιμο τραυματισμό του Ανδρέα Κούμπου, εκτελείται εν
ψυχρώ ο Μιχαήλ Μυρογιάννης στη γωνία του Πολυτεχνείου (Πατησίων
και Στουρνάρα) από τον συνταγματάρχη Ντερτιλή, ενώ λίγα μέτρα πιο κάτω
(Πατησίων και Γλάδστωνος) τραυματίζεται θανάσιμα ο Κυριάκος Παντελεάκης από τα πυρά τριών τεθωρακισμένων,
καταγράφονται δε και τραυματισμοί από πυρά τεθωρακισμένων στη διασταύρωση της
Πατησίων με την Αλεξάνδρας. Συμπτωματικά, γνωρίζουμε με σχετική ακρίβεια ποιες
επιμέρους στρατιωτικές μονάδες δρούσαν στο κέντρο των Αθηνών την Κυριακή, 18η
Νοεμβρίου 1973.
Από τα αρχεία του Εθνικού
Ιδρύματος Ερευνών
«Τιμώρησαν τον πατέρα μου
και νεκρό»
(Από
συνέντευξη του γιου του Αλέκου στο περιοδικό
ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ / ΤΑ ΝΕΑ - 15/11/2003)
"Και συ φοιτητής είσαι;" Οι νεαροί
ΕΣΑτζήδες ειρωνεύονταν τον 63χρονο Ανδρέα Κούμπο, ο οποίος νοσηλευόταν στο ΚΑΤ
βαριά τραυματισμένος στη λεκάνη από πυρά μυδραλίου στις 18/11/1973. Ο γιος του
Αλέκος το θυμάται καλά. Ένα μήνα νοσηλευόταν ο πατέρας του στο ΚΑΤ. Τελικά δεν
τα κατάφερε. Έκανε εγχείρηση στομάχου και
πέθανε από ίκτερο. "Όλο αυτόν τον καιρό ζούσαμε ένα δράμα. Δεν μας άφηναν
να τον πάρουμε στο σπίτι. Τον ειρωνεύονταν νεαροί φαντάροι. Θυμάμαι τον πατέρα
που διαμαρτυρόταν. Που φώναζε πως και με κομμένα πόδια θα 'βγαινε στους δρόμους
και θα αποκάλυπτε πώς και από ποιους χτυπήθηκε". Σήμερα, τριάντα
χρόνια μετά, ο 60χρονος πια γιος του Αλέκος (έχει εργοστάσιο με είδη
λευκοσίδηρου) θυμάται με πίκρα εκείνα τα χρόνια. Και δεν είναι μόνο ο
τραυματισμός. Ο εξευτελισμός του πατέρα του συνεχίστηκε και μετά θάνατον. Όταν
η θλιβερή πομπή έφτασε στους Σοφάδες
Καρδίτσας, το χωριό από όπου καταγόταν ο "κύριος Αλέκος", εκτός
από τους εκατοντάδες συγγενείς και φίλους, εκατοντάδες ήταν και οι χωροφύλακες
οι οποίοι είχαν αναπτυχθεί γύρω από το νεκροταφείο. Φεβρουάριος μήνας. Οι ώρες
περνούσαν και δεν άφηναν τη νεκροφόρα να πλησιάσει. Έπαιρνε να νυχτώνει. Οι
συγγενείς και οι φίλοι άρχισαν να αποχωρούν. Η ώρα πήγε οκτώ το βράδυ. Παντού
σκοτάδι, κρύο και μια μοναξιά που τσάκιζε κόκαλα. Κόντρα στις παραδόσεις της
Εκκλησίας μας (δεν γίνεται ταφή νεκρού μετά τη δύση του ηλίου), οι χωροφύλακες
επέβαλαν να ταφεί ο νεκρός εκείνη την ώρα με τα φώτα της νεκροφόρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου