για τις μετεκλογικές
διεργασίες στο ΣΥΡΙΖΑ
του Στέφανου Καπνιά
Πολύ λίγο κράτησαν τα επινίκια στο ΣΥΡΙΖΑ. Η
πρωτιά στις ευρωεκλογές και η νίκη της Δούρου στην Αττική σύντομα επισκιάστηκαν
από προβληματισμούς, κριτικές, ακόμα και γκρίνιες ή και δημόσιες αντιπαραθέσεις
γύρω από την αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος. Παρότι για πρώτη φορά είναι
«πρώτο κόμμα η Αριστερά», το κλίμα στο ΣΥΡΙΖΑ κάθε άλλο παρά πανηγυρικό είναι. Η
διάψευση των εκλογικών αυταπατών που απλόχερα σκορπούσε προεκλογικά («25
ψηφίζουμε-26 φεύγουν»), η αδυναμία του, λόγω της ολοένα και πιο δεξιάς
μετατόπισης και συστημικής προσαρμογής του, να πείσει και να κερδίσει ένα
κομμάτι από τους 1.140.518 ψηφοφόρους που σ’ αυτές τις εκλογές γύρισαν την
πλάτη στα κόμματα της συγκυβέρνησης (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ/ελιά-ΔΗΜΑΡ) και από την άλλη οι απώλειες, αντί για κέρδη, που
είχε τόσο σε ποσοστά (26,57% από 26,89% τον Ιούνη του 2012) όσο και σε ψήφους
(136.414 λιγότερους από τον Ιούνη του 2012) έφεραν «μούδιασμα», «σφίξιμο» και
σκεπτικισμό στο κόσμο του. «Μούδιασμα» που βασικά το εισπράττει ο λαός, μεταφέρεται
στο κίνημα και επιτείνει την κινηματική ύφεση και οπισθοχώρηση.
Ανάλογη είναι η εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ
και στο Νομό μας που από 20.752 ψήφους τον Ιούνη
του 2012 έπεσε στις 11.702 (περιφερειακές) και στις 19.971 (ευρωεκλογές). Χειρότερα
είναι τα αποτελέσματα για το Δήμο Καρδίτσας όπου το «πλατύ» και
«πολυσυλλεκτικό» δημοτικό σχήμα του ΣΥΡΙΖΑ (Καρ.Πο.Σ.) πήρε πολύ λιγότερους
ψήφους (9.359 οι ψήφοι του ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούνη του 2012, 5.028 οι ψήφοι του
Καρ.Πο.Σ.)
Πλήθος από άρθρα, κείμενα, δηλώσεις κλπ στελεχών, τάσεων,
ομάδων και «ρευμάτων» του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρούν να αναλύσουν το αποτέλεσμα, να εντοπίσουν
λάθη, να προτείνουν για το από δω και πέρα. Επί του παρόντος, η προοπτική μιας
κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ συγκρατεί αυτή την αντιπαράθεση «εντός των πλαισίων». Αλλά ταυτόχρονα σηματοδοτεί
και τη κατεύθυνση της κριτικής και των αναζητήσεων: η επόμενη εκλογική
αναμέτρηση.
Το αποτέλεσμα λοιπόν των εκλογών για κάποιους αποτελεί
«ιστορική επιτυχία» (κείμενο των 53, 18/6), «δικαίωση της μεσομακροπρόθεσμης
στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ» (Ν.Παππάς, 18/6 στην Εφ.Συντ.), που τουλάχιστον «διατηρεί
ζωντανό το αριστερόστροφο κλίμα του 2012» (Νταβανέλος, 13/6). Για τον Λαφαζάνη «υπήρξε
θετικό αλλά δεν φτάνει» (12/6 στην Εφ.Συντ.) ενώ για άλλους «παρήγαγε
μπλοκαρισμένο πολιτικό σκηνικό», «παραλυτική ισορροπία» και «ακινησία που
ευνοεί τις συστημικές δυνάμεις» (Ρινάλντι, 6/6). Κάποιοι τρίτοι διαπιστώνουν
ότι δεν οδηγεί στην αυτοδυναμία «γεγονός που σημαίνει συνεργασία με δυνάμεις
της δεξιάς όπως η ΝΔ, της νεοφιλελεύθερης δήθεν Κεντροαριστεράς όπως το Ποτάμι
ή άλλες παρόμοιες ανασχηματισμένες δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού» με κίνδυνο
«αντί της ανατροπής, το βάθος του τούνελ να φέρει «ανάσχεση της λιτότητας» και
έναν ήπιο νεοφιλελευθερισμό «με ανθρώπινο πρόσωπο» (Λαπατσιώρας-Μηλιός, 9/6).
Στη βάση αυτών και άλλων παρόμοιων εκτιμήσεων
διατυπώνονται πολλές και διάφορες κριτικές, όλες βέβαια «κατόπιν εορτής».
Κριτικές για «ελεκτοραλισμό», για συνθήματα λαθεμένα, υπεραισιόδοξα και εκλογικίστικα,
για στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς το κοινωνικό και πολιτικό κέντρο με εύκολες
υποσχέσεις στους «αποπάνω» (είτε πρόκειται για το φτηνό ρεύμα στις βιομηχανίες
είτε για τα γήπεδα των «τίγρεων» της διαπλοκής…) την ώρα που παρουσίαζε μια
τάση εξαέρωσης των δεσμεύσεων απέναντι στους «αποκάτω» (Νταβανέλος). Κάποιοι
άλλοι ανακαλύπτουν αλαζονεία, αυτοαναφορικότητα και «ποδηγέτηση όλων στο βωμό
της ψήφου» (Ρινάλντι). Αλλά και κριτικές για το δημόσιο λόγο του κόμματος που «είναι
αφιλόξενος για όσους έρχονται από άλλες πολιτικές διαδρομές» ή
«σκανδαλοθηρικός-τιμωρητικός λόγος που παραπέμπει σε σχηματισμούς (πολύ)
δεξιότερα του ΣΥΡΙΖΑ» καθώς και κριτικές για τα «λαθεμένα» σχήματα τύπου
«Ελλάδα εναντίον Μέρκελ», «ο λαός ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο» κοκ που υποκαθιστούν
τις κοινωνικές αναφορές του ΣΥΡΙΖΑ (κείμενο των 53). Τα περί «παραγωγικής
ανασυγκρότησης» κριτικάρονται ως «κυβερνητισμός» ενώ βολές δέχεται και ο «πατριωτισμός»
επειδή «μετασχηματίζει τις υπαρκτές κοινωνικές συγκρούσεις σε φαντασιακές
εθνικές διαμάχες (η «γερμανική κατοχή», «τα φερέφωνα της Μέρκελ» κλπ)»
(Λαπατσιώρας-Μηλιός).
Στο δια ταύτα, όλοι τους βεβαίως ομνύουν στην
Αριστερά. Μια «γειωμένη» (κείμενο των 53) βέβαια αριστερά με τη «γραμμή που
έφερε το ΣΥΡΙΖΑ μέχρι εδώ και μπορεί να τον πάει ακόμα πιο μακριά» στην
«κυβέρνηση της Αριστεράς». Άλλοι μιλάνε για «επανίδρυση του κόμματος» (που είχε
ιδρυθεί πριν μόλις ένα χρόνο!) ως απάντηση στη γραμμή του κυβερνητισμού και στην
επιχειρούμενη εμπλοκή του ΣΥΡΙΖΑ στην «κεντροαριστερή ανασύνθεση» (Ρινάλντι). Κάποιοι
επαναλαμβάνουν τα περί «αριστερής αντεπίθεσης και νέας ριζοσπαστικοποίησης του
ΣΥΡΙΖΑ» (Λαφαζάνης) ενώ για άλλους «μοναδική προοπτική φαντάζει η επιδίωξη της
αυτοδυναμίας ως όρος ύπαρξης μιας Αριστεράς που θέλει να κυβερνήσει»
(Λαπατσιώρας-Μηλιός). Και κυρίως προτάσεις για απεύθυνση όχι μόνο στις δυνάμεις
της Αριστεράς «αλλά και σε νέες δυνάμεις στη βουλή και τον λαό, που
αυτονομήθηκαν και αυτονομούνται από τα μνημόνια» (Ν.Παππάς).
Η τηλεγραφική μας αναφορά αδικεί βέβαια τις
παραπάνω απόψεις. Όπως επίσης, η αναφορά μας μόνο σ’ αυτές αδικεί τον συνολικό προβληματισμό
που αναπτύσσεται αυτόν τον καιρό στο ΣΥΡΙΖΑ. Και φυσικά, δεν τις αναφέρουμε για
να αναπαράγουμε τη συστημική κριτική για την πολυφωνία, τις αντιθέσεις και τη
σύγκρουση απόψεων που υπάρχουν στο εσωτερικό του μιας και η πάλη γραμμών και η
αντιπαράθεση απόψεων ανέκαθεν αποτελούσαν συστατικό στοιχείο και προωθητική
δύναμη για την αριστερά και το κίνημα. Δεν είναι όμως εκεί το θέμα μας.
Το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι πού,
πώς και σε τι αφορούν όλα αυτά το λαό και τη πάλη του. Γιατί, αν και φαντάζουν
αντιτιθέμενες μεταξύ τους, άλλες «δεξιότερες» και άλλες «αριστερότερες», όλες
αυτές οι κριτικές, οι απόψεις, οι προτάσεις κλπ έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό:
δεν απευθύνονται στον λαό. Η όλη συζήτηση δεν αφορά στόχους, κατευθύνσεις,
γραμμή πάλης για τις – συριζαϊκή αδεία - «υποτελείς τάξεις» αλλά αποκλειστικά
και μόνο την συμπλήρωση, αλλαγή, τροποποίηση κλπ της γραμμής, του προγράμματος
και της φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος ΣΥΡΙΖΑ, κατά τους μεν ή τους δε, οφείλει
να γίνει πιο «στενός» ή πιο «πλατύς», περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικός, με
αυτοδυναμία ή χωρίς, με συμμαχίες ή όχι, μόνο με δυνάμεις της αριστεράς ή μαζί
και με άλλες αντιμνημονιακές δυνάμεις, για κυβέρνηση της αριστεράς ή για κυβέρνηση
«εθνικής σωτηρίας» κοκ ο δε λαός οφείλει να στηρίξει, με τη ψήφο του ή άντε και
με κάποιες κινητοποιήσεις, τη μια ή την άλλη εκδοχή. Με δύο λόγια, ανάθεση και
κυβερνητισμός, με το λαό να βρίσκεται μονίμως στο ρόλο του ψηφοφόρου. Ή το πολύ-πολύ
κινηματικός κυβερνητισμός, με ολίγη από κίνημα, πάντα όμως σε ρόλο επικουρικό στους
κοινοβουλευτικούς σχεδιασμούς του ΣΥΡΙΖΑ. Μια γραμμή που όχι μόνο είναι διαλυτική
για το κίνημα και υπονομευτική για τους αγώνες αλλά – όπως φάνηκε και στις
πρόσφατες εκλογές – «πριονίζει και το κλαδί» (του 27%) πάνω στο οποίο στέκεται ο
ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ.
Στη βάση αυτή, οι κριτικές για το αποτέλεσμα του
ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιούνται για να επιταχυνθούν δεξιότερες προσαρμογές και συντηρητικότερες
μετατοπίσεις. Όχι μόνο της ηγεσίας του αλλά και ενός κόσμου που λόγω απουσίας
κινήματος εγκλωβίζεται στις συστημικές διαδρομές του. Σ’ αυτόν τον εγκλωβισμό
αγωνιστών και στην προς τα δεξιά ρυμούλκησή του χρησιμοποιούνται ως «παράλληλα»
επιχειρήματα τα αδιέξοδα και η εκλογική στασιμότητα της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ
αριστεράς (ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Σχέδιο Β’ κλπ). Και αντί να ενοχλούν τα
διαπιστευτήρια που καθημερινά δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ στα κέντρα του συστήματος (ΣΕΒ,
Γιούνκερ, Ντάνγκι κλπ), αυτά δικαιολογούνται στο όνομα της «υπευθυνότητας» και
του «θεσμικού» ρόλου του ενώ από την άλλη εφευρίσκονται ανεμόμυλοι ή ασκείται
άσφαιρη κριτική σε «τεχνικούς της εξουσίας», σε «ανώτερους διαμεσολαβητές
ισχύος» ή στην «αυτονόμηση του γραφείου του προέδρου» κλπ (κείμενο των 53) για
να διασκεδαστούν οι ανησυχίες ενός αριστερού δυναμικού. Και βέβαια, κομβικό
σημείο στον όλο μετεκλογικό σχεδιασμό αποτελεί το «σχέδιο 121», το πώς δηλ. θα
συγκεντρωθούν οι 121 βουλευτές που θα μπλοκάρουν την εκλογή Προέδρου της
Δημοκρατίας και θα οδηγηθούμε σε νέες εκλογές. Αλλά «εδώ ήρθαμε»…
πολύ καλό το κείμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφή