Τάσος, Τρύγος |
«Παρ’ όλη όμως την αντίδραση των
τσιφλικάδων στα 1913 μια που τα παλιά πολιτικά τζάκια έχασαν την κομματική τους
βάση γιατί ξύπνησεν η αγροτιά της Αττικής, τα τσιφλίκια στην Αττικοβοιωτία
χαρακτηρίστηκαν “όμοια μα τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας” και έτσι με την εφαρμογή
του αγροτικού νόμου 1072 άρχισε και η απαλλοτρίωση της τσιφλικάδικης
ιδιοχτησίας της Αττικής.
Έγινε μάλιστα και ένας συνεταιρισμός – ο
πρώτος αγροτικός συνεταιρισμός Αττικής – στο Χαρβάτι, από τους εμφυτευτές
αμπελουργούς, που ύστερα από δύο χρονών δικαστικούς αγώνες μπόρεσε να
ξεκολλήσει το αγρόκτημα (τσιφλίκι) του Χαρβατιού (Παλλήνης) από τα νύχια του
τσιφλικά. Άλλος συνεταιρισμός έγινε πιο παραπέρα στο χωριό Μαρκόπουλο που
προόδεψε πολύ και βγάζει το φημισμένο κρασί Μαρκό.
Μάλιστα στα πρώτα χρόνια 1917-1918 που
έγινε ο αμπελουργικός συνεταιρισμός Χαρβατιού, στον πρώτο τρύγο οι Χαρβατιώτες
πανηγύρισαν το ξεσκλάβωμά τους με τραγούδια και χορούς. Ήταν η πρώτη χρονιά που
ο καρπός ήταν δικός τους. Τη χρονιά αυτή ήρθε και από τη Θεσσαλία μια επιτροπή
των αγροτών για να φροντίσει για τη γρηγορότερη λύση του αγροτικού ζητήματος
του θεσσαλικού κάμπου. Επικεφαλής της επιτροπής ήταν ο Χαρ. Δημακόπουλος[i],
αγροτικός αγωνιστής από τους πρώτους του κάμπου της Καρδίτσας. Οι Χαρβατιώτες
άμα το έμαθαν κάλεσαν τη θεσσαλική αγροτική επιτροπή στο χωριό τους. Ο
Δημακόπουλος πήγε και μίλησε στους Χαρβατιώτες με τη γλώσσα του αγωνιστή: “Είμαστε
από τον κάμπο της Θεσσαλίας. Είμασταν κολλίγοι που αγωνιστήκαμε χρόνια για το
ξεσκλάβωμά μας από τα νύχια των τσιφλικάδων και τώρα ήρθαμε να ζητήσουμε από
τον Βενιζέλο να αφήσει τα λόγια και να δώσει τέλος στα βάσανά μας. Σαν ήρθαμε
στην Αθήνα, ακούσαμε πολλά καλά λόγια για σας τους Χαρβατιώτες που εδώ και
λίγες μέρες ξεσκλαβωθήκατε και μετά χαράς ήρθαμε να σας ιδούμε ελεύθερους, να σας
χαιρετίσουμε και να πατήσουμε το χώμα των αμπελιών σας που τώρα είναι δικά σας…”.
Εδώ ο Δημακόπουλος σταμάτησε, έπνιξαν τα λόγια του η συγκίνηση και τα δάκρυα.
Πράγμα απίστευτο, στο Χαρβάτι δεν υπήρχε πια τσιφλικάς και τύραννος. Τότες ο
γραμματέας του συνεταιρισμού, ένας νέος δάσκαλος που δεν του είχαν χαλάσει τα
μυαλά τα «ία και ωά»[ii],
πήρε το λόγο και χαιρέτισε τους Θεσσαλούς αγρότες με λίγα και τσουχτερά λόγια: “Καλώς
ωρίσατε αδέρφια στο χωριό μας. Σας δεχόμαστε όχι μονάχα σαν αδελφούς , αλλά και
σαν πρόδρομους της αγροτικής ιδέας. Ποιος σκλάβος της γης μπορεί να ξεχάσει πως
αν δεν είσασταν σεις εκεί πάνω στη Θεσσαλία τίποτα δεν θα μπορούσε να γίνει…
Έτσι με τους αγώνες σας, το αγρίεμά σας και την ένωσή σας εδώσατε τη λευτεριά σ’
όλους μας…»
Όλοι είχαν συγκινηθεί, ενώ πιο παραπέρα
στ’ αμπέλια ακουόνταν χαρές και τραγούδια. Οι Χαρβατοπούλες, όλα μεστωμένα
κορίτσια σαν το κρύο νερό με κίτρινα τσεμπέρια στο κεφάλι τρυγούσαν τον ξανθό
καρπό των αμπελιών και τον κουβαλούσαν στο χωριό τραγουδώντας:
“Μπαίνω μεσ’ τ’ αμπέλι
σα νοικοκυρά,
δεν έχω νοικοκύρη
δεν έχω τσιφλικά.
Όλα ‘ναι δικά μας
αμπέλια και
σπαρτά,
Ελάτε, ελάτε να
τριγύσουμε
κόκκινα σταφύλια να πατήσουμε”[iii]
Στην πλατεία του χωριού άναψε το γλέντι.
Οι Θεσσαλοί αγρότες τραγουδούσαν και αυτοί ένα θεσσαλικό τραγούδι και ο
πρόεδρος του συνεταιρισμού μαζί με τον Χαρ.
Δημακόπουλο έσυραν το χορό…» (σελ.169-171).
[ii]
Ο Κορδάτος ειρωνεύεται τους οπαδούς της καθαρεύουσας
[iii]
Οι πρωτότυποι στίχοι αυτού του δημοτικού τραγουδιού είναι:
Μπαίνω μες στ’ αμπέλι, μπαίνω μες στ’ αμπέλι
μπαίνω μες στ’ αμπέλι σα νοικοκυρά,
μωρ' σα νοικοκυρά,
μπαίνω μες στ’ αμπέλι σα νοικοκυρά,
μωρ' σα νοικοκυρά,
να κι ο νοικοκύρης που ’ρχεται κοντά.
Έλα νοικοκύρη να τρυγήσουμε
κόκκινα σταφύλια να πατήσουμε
και γλυκό κρασάκι να τραβήξουμε
κάτω στη Φραγκιά να το πουλήσουμε
[γρόσια και φλουριά να καζαντίσουμε
και από κει να ’ρθούμε να μεθύσουμε.]
Έλα νοικοκύρη να τρυγήσουμε
κόκκινα σταφύλια να πατήσουμε
και γλυκό κρασάκι να τραβήξουμε
κάτω στη Φραγκιά να το πουλήσουμε
[γρόσια και φλουριά να καζαντίσουμε
και από κει να ’ρθούμε να μεθύσουμε.]
Σ.Κ.
Παιδιά δείτε εδώ (ίσως σας ενδιαφέρει):
ΑπάντησηΔιαγραφήhttps://eyrytixn.blogspot.com/2018/10/1947.html