Δημοσιεύουμε
σήμερα εκτενή αποσπάσματα από τις εισηγήσεις στην εκδήλωση-βιβλιοπαρουσίαση της
συλλογικής έκδοσης"1919-1922. Απεσταλμένοι των ισχυρών, για τη Μεγάλη
Ιδέα. Στους δρόμους του πολέμου και της καταστροφής. Κείμενα για τη
Μικρασιατική εκστρατεία και την προσφυγιά" που διοργανώθηκε από
τις εκδόσεις ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΤΟΙΧΩΝ και το blog ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΤΣΑ την Κυριακή
15/1 στο ξενοδοχείο ΑΡΝΗ (εδώ).
Η εισήγηση της Φένιας Λέκκα (ιστορικός, επιστ. υπεύθυνη του Μουσείου Πόλης του Δήμου Καρδίτσας):
«Φίλες και φίλοι,
Ήταν μεγάλη τιμή και πρόκληση για μένα η πρόταση του φίλου και συναδέλφου Κώστα Μιχαλάκη να πω δυο λόγια γι’ αυτό το βιβλίο. Τον ευχαριστώ, όπως και όλους τους συντελεστές της σημερινής εκδήλωσης. Ήταν όμως και ξάφνιασμα και αμηχανία, ομολογώ. Θα εξηγώ σταδιακά τους λόγους.
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ: ΠΟΙΟΣ ΟΜΩΣ;
Καταρχήν να πω ότι φυλλομετρώντας και μόνο τον χορταστικό, 430 σελίδων, αυτόν τόμο, πείστηκα αμέσως ως προς την πρόθεση και την ειλικρινή διάθεση των συντελεστών να δώσουν στο κοινό ένα επιμελημένο, φροντισμένο αποτέλεσμα. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην άψογη, μετρημένη αισθητική του και στην προσεγμένη του, υπαινικτική, σχεδόν ατμοσφαιρική εικονογράφηση. Ο τόμος προορίζεται να επικοινωνήσει με ένα πραγματικά ευρύ και με ανοιχτά «ώτα» κοινό. 15 συμβολές, η εκτενέστερη και πιο «εποπτική» στην αρχή, 15 συγγραφείς από τους οποίους, αν δεν κάνω λάθος, μόλις 2 κατέχουν την επιστημονική ιδιότητα του ιστορικού. Θα μου πείτε, γιατί το αναφέρω αυτό; Από καθαρή προκατάληψη, φυσικά. Αυτές πολεμώ κι εγώ, ως ιστορικός, αυτές πολεμάμε όλοι, όταν καλούμαστε να «αξιολογήσουμε»-αναμετρηθούμε με θέματα, τα οποία συνήθως μας υπερβαίνουν. Μας υπερβαίνουν διότι μας υπερβαίνει η ίδια η πολυδιάστατη ιστορική πραγματικότητα, με την πολυφωνία της, την πολυσημία της, τις αθέατες πλευρές της (είναι συνήθως πολύ περισσότερες από αυτές που νομίζουμε ότι βλέπουμε ή, περισσότερο, ότι αντιλαμβανόμαστε) κοκ. Το πού λοιπόν θα επιλέξουμε να εστιάσουμε δεν είναι μόνο ζήτημα θεωρητικής-μεθοδολογικής σκευής. Είναι κυρίως ζήτημα «ιδιοσυγκρασίας», ας μην γελιόμαστε. Ας τη δούμε ως μια έννοια «ομπρέλα» για τα «καλά και τα κακά», όλα όσα μας συγκεντρώνουν και μας αποδιοργανώνουν παραγωγικά, όπως η «έξη», το «habitus», που θα έλεγε και ο γάλλος φιλόσοφος Πιερ Μπουρντιέ. Βεβαίως, όσο βαθύτερη επίγνωση αυτής της ιδιοσυγκρασίας κατέχουμε, τόσο καλύτερα τη διαχειριζόμαστε, την τιθασεύουμε, την υπερβαίνουμε, φτάνει να το επιδιώκουμε συνειδητά, μακριά από δαιμονοποιήσεις, αφορισμούς, εξιδανικεύσεις, εφησυχασμό. Γιατί τα αναφέρω όλα αυτά; Για να εξηγήσω ότι η ιδιότητα του ιστορικού καθόλου δεν μας προστατεύει από την ευκολία να λειτουργήσουμε μηχανιστικά, να αποδυθούμε σε εύκολες αναγωγές, να ερμηνεύσουμε την ιστορική πραγματικότητα παρεμβάλλοντας τα δικά μας παραμορφωτικά φίλτρα, βεβαίως πλήρως υποσημειωμένα και «τεκμηριωμένα». Άρα, το γεγονός ότι 13+2 σκεπτόμενοι άνθρωποι διεκδικούν τη σχέση τους με το παρελθόν, με αυτό τον βαθμό ωριμότητας στη γραφή, είναι εξαιρετικό κέρδος και, επιτρέψτε μου, δίδαγμα για όλους. Άλλωστε εργάζομαι σε μουσείο, οπότε αυτή τη σχέση προσπαθώ κι εγώ να καλλιεργώ, στο βαθμό που μπορώ. Και πιστέψτε με, δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να διαπιστώνω ότι καθένας μας προσπαθεί να χτίσει μια τέτοια σχέση μέσα από διαβάσματα, μνήμες, μαρτυρίες, αντικείμενα, κτίρια και όποια άλλα υλικά και άυλα διαθέτει. Αυτά ως προς την ιδεολογική «στράτευση», ας μου επιτραπεί, των συντελεστών του τόμου, η οποία ίσως ξενίσει όποιον αφελή, κατά την δική μου, ταπεινή άποψη, πιστεύει ότι υπάρχει αντικειμενική, αποκαθαρμένη από προκαταλήψεις και προκατασκευές ιστορική επιστήμη.
ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΑΦΗΓΗΜΑ;
Αυτό σημαίνει δηλαδή ότι μιλάμε για ένα «ισοπεδωτικό» και μονόπλευρο αριστερό αφήγημα; Η μη εμμονική χρήση υποσημειώσεων δεν σημαίνει ότι ο τόμος δεν διαθέτει πηγές, ιστορικές φωνές που «συνομιλούν». Αντιθέτως, και συστηματική χρήση επίσημων αρχείων γίνεται (υπάρχει άλλωστε τεράστια βιβλιογραφική παραγωγή δημοσιευμένων πηγών), και εφημερίδων εποχής, και μαρτυριών που επίσης υπάρχουν σε πληθώρα, ενσωματωμένα σε λογοτεχνικά κείμενα ή σχετικά αρχεία, όπως αυτό του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Η ανάγνωση και η παράθεσή τους γίνεται προσεκτικά, χωρίς τυπολατρεία και με στόχο να συσχετιστούν ευρύτερα με τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις στη μεγάλη «κλίμακα», στο κάδρο δηλαδή αυτού που ονομάζουμε «επίσημη ιστορία» ένθεν και ένθεν. Με αφορμή το εκτενές και χωρίς αποκλεισμούς βιβλιογραφικό παράρτημα στο τέλος του βιβλίου, λίγο πριν τα βιογραφικά των συντελεστών, θα ήθελα να αναφερθώ και σε μια ακόμη αρετή του πονήματος συνολικά: στόχος του δεν είναι να φρονηματίσει, αλλά να εξηγήσει. Αντί της τυπικής παράθεσης τίτλων, βρίσκουμε την πολύ πιο ουσιαστική θεματική τους ταξινόμηση, άλλη μια απόδειξη, κατά την άποψή μου, ότι σχεδιάστηκε για να αποτελέσει έναν οδηγό διερεύνησης σε ένα τόσο κρίσιμο και συγκρουσιακό ιστορικό θέμα. Το γεγονός ότι ο τόμος είναι συνεπής στην πρόθεσή του να δώσει εργαλεία κατανόησης και εμβάθυνσης γίνεται σαφές και από την παράθεση επιλεγμένων πηγών προς το τέλος, ακόμη κι από τον απλό αλλά γοητευτικό τρόπο που εξηγεί την υιοθέτηση του γρηγοριανού ημερολογίου σε σχέση με το προηγούμενο, ιουλιανό ημερολόγιο. Διότι δεν κρύβεται μόνο ο διάβολος στις λεπτομέρειες. Αποκαλύπτεται και η ευαισθησία.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΤΩ; ΚΙ ΑΝ ΚΕΡΔΙΖΑΜΕ, ΘΑ ΜΙΛΟΥΣΑΜΕ ΠΑΛΙ ΕΤΣΙ;
Από τον ιστορικό αναστοχασμό και την οργάνωση-διάρθωση του τόμου περνάω τώρα σύντομα σε δύο ζητήματα πιο επικεντρωμένα στο νόημα και στο περιεχόμενο, για να μη σας κουράσω περισσότερο. Ένα ερώτημα που με απασχόλησε πολύ, ήταν αν η θεματολογία του βιβλίου αποτυπώνει μια ξεκάθαρη προσπάθεια ανάγνωσης «από τα κάτω», αν δηλαδή ο λόγος δίνεται στα ιστορικά υποκείμενα ή αν και πάλι ορισμένοι αναλαμβάνουν αυτό το ρόλο για λογαριασμό τους, όπως γίνεται πολύ συχνά; Το δεύτερο, σύμφυτο, είναι ένα «what if» που θα λέγαμε και στα ελληνικά σενάριο, αν δηλαδή θα ήταν εύκολο να στηθεί και να σταθεί με τον ίδιο τρόπο ένας τόμος με αυτό το περιεχόμενο, σε περίπτωση που τα πράγματα εξελίσσονταν ιστορικά διαφορετικά, αν η έκβαση δηλαδή της εκστρατείας ήταν νικηφόρα. Πριν λίγες δεκαετίες ίσως ο ίδιος τίτλος «απεσταλμένοι των Ισχυρών, για τη Μεγάλη Ιδέα. Στους δρόμους του πολέμου και της καταστροφής» να έμοιαζε κάπως αφελής, εκτός πολιτικορεαλιστικής πραγματικότητας, μια ωραία ουτοπία. Ή μάλλον αντίθετα: μια ιστορία που αν δεν είχε καταστροφική κατάληξη, θα γινόταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να διατρανωθεί για ακόμα μια φορά το εθνικό αίσθημα που αρέσκεται να «βλέπει τα θετικά για τη φυλή», όπως αναφέρεται κάπου στο βιβλίο. Μήπως η απόσταση των 100 ετών από την τραγωδία μας δίνει το προνόμιο να βλέπουμε τα πράγματα με κάποια ασφάλεια, διότι απλώς ανήκουν στο παρελθόν; Παρελθόν τραυματικό αλλά σε «απόσταση ασφαλείας». Η καθημερινότητα έρχεται να μας διαψεύσει και να μας θυμίσει ότι δεν υπάρχει «απόσταση ασφαλείας», ότι παρελθόν και παρόν διαπλέκονται, ότι όσο πιο απενοχοποιημένα αντιμετωπίζουμε το πρώτο, τόσο πιο προβληματικό γίνεται το δεύτερο, για να μη μιλήσουμε για το μέλλον. Μια «ιστορία αποτυχίας» αντί εκείνης που ζήσαμε πάνδημα πέρυσι, με αφορμή το 1821, γίνεται λοιπόν η ωραία αφορμή να εστιάσουμε στο προβληματικό, το σαθρό, το άβολο.
Μέσα σ’ αυτό το «στενάχωρο» πλαίσιο, το περιθώριο και το έναυσμα να ασχοληθεί κανείς με «ιστορίες από τα κάτω» είναι όμως σαφώς πιο πρόσφορο. Προσφυγιά, ξεριζωμός, εκμετάλλευση, διάκριση, ομηρία, καταστροφή, πόλεμος, θηριωδία, συμφέροντα είναι λέξεις που αποκτούν περισσότερο νόημα, θέτοντας στο επίκεντρο την αξία της ανθρώπινης ζωής. Αυτής που συνήθως αδυνατούμε να εκτιμήσουμε όσο πρέπει, όταν στροβιλιζόμαστε στη δίνη της νίκης, κάθε νίκης.
Ερωτήματα λοιπόν, όπως «αν η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να παραμείνει στη Μικρά Ασία, τότε γιατί έπρεπε να πάει;», «υπάρχει δίκαιος πόλεμος;», «υπάρχουν πρόσφυγες και πρόσφυγες;», «αυτό ήταν το συμφέρον των λαών;», τα οποία διατρέχουν το βιβλίο, θα μας απασχολούν και πρέπει να μας απασχολήσουν στο εξής, μακριά από τελεολογίες και εύκολες αναγωγές σε ένα πεπερασμένο και στεγανό διεθνοπολιτικό πλαίσιο. Οι σκληρές ανθρώπινες ιστορίες που πλαισιώνουν το βιβλίο μπολιάζοντας τη μεγάλη, απρόσωπη ιστορία γίνονται ο καθρέφτης μας, αυτός που μας θυμίζει ότι οι ''κακοί'' δεν είναι μόνο «οι άλλοι», ή όπως το λέει ένας- άγνωστος- ποιητής “ο χειρότερος εχθρός μου είναι πάντοτε εντός μου”.
Και για να δούμε λίγο κατοπτρικά τη διαστροφή του πολέμου, δανείζομαι πάλι από το βιβλίο ένα μικρό απόσπασμα: «Το διαβατήριο είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει ο άνθρωπος. Επιπλέον, δεν προκύπτει τόσο απλά όσο ένας άνθρωπος…Αν είναι καλό, η ισχύς του θα αναγνωριστεί, ενώ όσο καλός κι αν είναι ένας άνθρωπος, η αξία του μπορεί να μην αναγνωριστεί ποτέ», Bertolt Brecht, Διάλογοι προσφύγων.
Σας ευχαριστώ.»
Απόσπασμα από την εισήγηση του Κώστα Βλαχόπουλου (μέλος της συγγραφικής ομάδας και επιμελητή της έκδοσης):
(…)
Αν είχε παραμείνει ο Βενιζέλος;
Το βιβλίο προσπαθεί να απαντήσει σε αρκετές από τις απόψεις που διατυπώνονται για τον Μικρασιατικό Πόλεμο. Εγώ θα ήθελα να παραμείνω σε μία, την οποία θεωρώ πολύ διαδεδομένη και σημαντική: Αυτή που ισχυρίζεται ότι το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό αν ο Βενιζέλος δεν είχε ανατραπεί στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και είχε συνεχίσει αυτός τον πόλεμο. Ή τουλάχιστον, αν ο Διχασμός δεν είχε τραυματίσει τόσο ανεπανόρθωτα το έθνος.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, αναζητώντας ποιο θα μπορούσε να ήταν αυτό το «άλλο» αποτέλεσμα, στο οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει ο Βενιζέλος ή μια ενιαία και όχι διχασμένη άρχουσα τάξη;
Μπορούσε να είναι η νίκη του ελληνικού στρατού; Δεν έχω υπόψιν μου κανέναν να θέτει στα σοβαρά κάτι τέτοιο. Ήταν τόσο σαρωτική η στρατιωτική ήττα που δεν επιτρέπει τέτοιες σκέψεις.
Μπορούσε μήπως να είναι η συγκράτηση του Κεμάλ, η πιο ομαλή και συγκροτημένη οπισθοχώρηση και η διάσωση του ελληνικού πληθυσμού ή τουλάχιστον μεγάλου μέρους του; Υπάρχουν αρκετοί που κάνουν εμβριθείς στρατιωτικές αναλύσεις και διαπιστώνουν πως η ήττα θα είχε περιοριστεί αν ο στρατιωτικός χειρισμός ήταν διαφορετικός. Κι εδώ συχνά διαπιστώνεται ανικανότητα της βασιλικής στρατιωτικής ηγεσίας.
Μήπως θα μπορούσε να είναι η εφαρμογή της Συνθήκης των Σεβρών μέσα από μια πιο συνετή και λιγότερο τυχοδιωκτική στάση, η οποία θα λάμβανε υπόψιν της το διεθνές περιβάλλον και τις πραγματικές δυνατότητες τόσο του ελληνικού, όσο και του τουρκικού στρατού; Παρότι αυτή η άποψη δείχνει πιο προσγειωμένη στην πραγματικότητα, στην ουσία αγνοεί ότι η Συνθήκη των Σεβρών δεν μπορούσε να εφαρμοστεί.
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι ο ελληνικός στρατός νικούσε στον Σαγγάριο και έφτανε στην Άγκυρα. Μετά τι; Θα τέλειωνε η τουρκική αντίσταση; Ή μήπως ο Κεμάλ θα οπισθοχωρούσε ακόμα περισσότερο, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία να αντεπιτεθεί στους εισβολείς; Μην ξεχνάμε ότι είχε ήδη την υποστήριξη Γάλλων και Ιταλών.
Ας υποθέσουμε ότι τον Αύγουστο του 1922 ο ελληνικός στρατός κατάφερνε να ανακόψει την ορμή των Τούρκων και να υποχωρήσει συντεταγμένα. Και μετά τι; Θα επέστρεφε στην Ελλάδα, αφήνοντας τον πληθυσμό στην τύχη του; Ή μήπως θα περιοριζόταν στην περιοχή της Σμύρνης και την Ανατολική Θράκη, όπως όριζε η Συνθήκη των Σεβρών; Και τότε ο επιτιθέμενος Κεμάλ τι θα έκανε, θα σταματούσε σεβόμενος μια Συνθήκη που κομμάτιαζε τη χώρα του; Δεν το έκανε το 1918, όταν αμφισβήτησε την ανακωχή του Μούδρου (με την οποία συνθηκολόγησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο), τότε που είχε απέναντί του ολόκληρη την Αντάντ και την παραδομένη σουλτανική κυβέρνηση κι εκείνος δεν είχε παρά ένα δίκτυο δυσαρεστημένων. Θα το έκανε τώρα που ήταν αρχηγός κράτους, με στρατό-νικητή και με διεθνείς σχέσεις;
Συνεχίζοντας. Η αντιβενιζελική παράταξη κατηγορείται για τις επιθετικές επιχειρήσεις του 1921 και την προέλαση μέχρι τη γραμμή Εσκί Σεχίρ, Κιουτάχεια, Αφιόν Καραχισάρ. Φυσικά ήταν μια τυχοδιωκτική κίνηση, που, όμως, δεν αποφάσισε μόνη της η ελληνική πλευρά, αλλά προώθησαν οι Άγγλοι, με την ανοχή των Γάλλων. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, γιατί ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία δεν έκανε καμιά κίνηση χωρίς την έγκριση των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν την απόβασή του στη Σμύρνη το 1919, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν τον περιορισμό του στην περιοχή της Σμύρνης (στην περίφημη γραμμή Μιλν) για 15 μήνες, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν την πρώτη προέλασή του προς Προύσα, Ουσάκ, Φιλαδέλφεια, το καλοκαίρι του 1920, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν και την δεύτερη προέλαση προς Εσκί Σεχίρ, Κιουτάχεια, Αφιόν Καραχισάρ, το καλοκαίρι του 1921. Και τουλάχιστον ανέχτηκαν την εκστρατεία προς την Άγκυρα αμέσως μετά, αν και ειδικά οι Άγγλοι δεν αποκλείεται να την ευνόησαν κιόλας.
Και βέβαια, οι Μεγάλες Δυνάμεις άφησαν τις 200.000 του ελληνικού στρατού άπραγους για έναν χρόνο, μέχρι τον ματωμένο Αύγουστο του ‘22, προσπαθώντας να διαχειριστούν –προς όφελός τους βέβαια- την ήττα που ήξεραν πια ότι έρχεται.
Σε αυτές τις αποφάσεις των ισχυρών, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έφεραν αντίρρηση. Είτε γιατί θεωρούσαν ότι αρπάζουν τη μεγάλη ευκαιρία να …ξυπνήσουν τον μαρμαρωμένο βασιλιά είτε γιατί δεν το διανοούνταν να δράσουν ενάντια στους προστάτες τους.
Εφόσον προηγήθηκαν όλα αυτά, το «μετά τι» απαντήθηκε στην πράξη με τον μόνο τρόπο που θα μπορούσε να απαντηθεί: με την καταστροφή.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία από καμιά πλευρά ότι η Μεγάλη Ιδέα ήταν κοινός στόχος και των δυο αντιμαχόμενων μερίδων της άρχουσας τάξης και των βενιζελικών και των βασιλικών. Η συζήτηση, όμως, συχνά περιστρέφεται γύρω από τη στρατηγική αντίληψη του Βενιζέλου υπέρ των διεθνών συμμαχιών, το «ποτέ μόνοι», σε αντιπαράθεση με τον απομονωτισμό της άλλης πλευράς, η οποία έχει κατηγορηθεί μέχρι και για …ρομαντισμό!
Δεν θα αμφισβητήσω το «ποτέ μόνοι» του Βενιζέλου, όμως θα το ονομάσω εξάρτηση και όχι διεθνείς συμμαχίες. Η επιμονή στην ορθότητά του απευθύνεται σε όσους σήμερα αμφισβητούν τα δεσμά της εξάρτησης. Σήμερα, το «ποτέ μόνοι» λέγεται «μένουμε Ευρώπη» και, φυσικά, «μένουμε ΝΑΤΟ»! Η αντιστροφή της πραγματικότητας συνεχίζεται για δεκαετίες. Η εξάρτηση, ένας από τους κυριότερους παράγοντες που ευθύνονται για τα δεινά του λαού, παρουσιάζεται ως η μοναδική σωτηρία του! Και για τότε και για τώρα!
Πολλοί, επίσης, πιστεύουν, ακόμα και στις τάξεις της Αριστεράς, ότι ο Βενιζέλος συζητούσε σχεδόν επί ίσοις όροις με τους Αγγλογάλλους, ότι εκείνος τους έπεισε για την απόβαση στη Σμύρνη με τα αδιάσειστα επιχειρήματά του και ότι με τη διπλωματική του δεινότητα και διορατικότητα μπορούσε να εκμεταλλεύεται αντιθέσεις και αδυναμίες προς όφελος της Ελλάδας.
Η αντίληψη του «εθνάρχη» πλησιάζει επικίνδυνα την άποψη της ιμπεριαλιστικής Ελλάδας, συσκοτίζοντας όχι μόνο το τότε, αλλά και το σήμερα.
Όταν βγαίνει από την εικόνα ο παράγοντας της εξάρτησης, μπορεί να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα που δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Οι σχέσεις και οι αντιθέσεις ανάμεσα σε μικρές και μεγάλες δυνάμεις, σε περισσότερο και λιγότερο ισχυρές χώρες δεν καθορίζονται από τους ηγέτες τους, μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Καθορίζονται από τους συσχετισμούς, τις ιστορικά διαμορφωμένες σχέσεις, τις επιδιώξεις και τις δυνατότητες κάθε πλευράς σε κάθε εποχή.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα εξαρτημένη από το ξεκίνημά της, σχεδόν δύο αιώνες πριν. Η σχέση αυτή μπορεί να εξελίχθηκε, αλλά δεν άλλαξε μέσα στα χρόνια. Και δεν αφορά μια μερίδα ή μια παράταξη της άρχουσας τάξης, αλλά το σύνολό της και το σύνολο του πολιτικού της προσωπικού.
Επομένως, όσο φορέας της πολιτικής της εξάρτησης ήταν ο Βενιζέλος, άλλο τόσο ήταν και ο Κωνσταντίνος και οι υποστηρικτές του. Έτσι, και οι δυο κινούσες δυνάμεις που οδήγησαν στη μικρασιατική τραγωδία, η εξάρτηση και ο μεγαλοϊδεατισμός, ήταν παρούσες και ισχυρές και στις δυο παρατάξεις. Κι έτσι, στην ουσία, το αποτέλεσμα του πολέμου δεν θα άλλαζε όποια κι από τις δύο κι αν ήταν στην εξουσία.
Δεν έπαιξε, λοιπόν, κανέναν ρόλο ο Διχασμός; Δεν επηρέασαν καθόλου τις εξελίξεις οι εκλογές του 1920 που έχασε ο Βενιζέλος;
Όλα παίζουν τον ρόλο τους. Τα γεγονότα έχουν αιτίες και αποτελέσματα, που οδηγούν, με τη σειρά τους, σε νέα γεγονότα. Η εξαρτημένη φύση της άρχουσας τάξης δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει στον Διχασμό, από τη στιγμή που οι προστάτες (Αγγλογάλλοι και Γερμανοί) βρέθηκαν σε πόλεμο μεταξύ τους. Η Μεγάλη Ιδέα δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει σε παρατεταμένες πολεμικές εμπλοκές της χώρας, σε τρομοκρατία στο εσωτερικό και σε φτώχεια και εξαθλίωση για τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Παράγοντες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο «μαύρισμα» των βενιζελικών τον Νοέμβρη του 1920.
Ο Βενιζέλος, ηττημένος και αυτοεξόριστος, έκανε κριτική στις επιλογές της νέας κυβέρνησης, κατηγορώντας την σχεδόν για τυχοδιωκτισμό στο μικρασιατικό. Κι όμως, μόλις λίγους μήνες νωρίτερα ήταν ο ίδιος που ακολουθούσε πιστά τις οδηγίες των Άγγλων και υλοποιούσε την πρώτη προέλαση (του 1920)! Ήταν ο ίδιος που επέμενε ότι του αρκούσαν 14 μεραρχίες για να νικήσει τον Κεμάλ, όταν οι Γάλλοι θεωρούσαν ότι χρειάζονταν 27!
Γιατί, λοιπόν, να θεωρήσουμε ότι ο Βενιζέλος δεν θα έκανε ό,τι του ζητούσαν οι Άγγλοι αν παρέμενε στην εξουσία; Γιατί να θεωρήσουμε μεγαλύτερο τυχοδιωκτισμό την δεύτερη προέλαση (του 1921) από την πρώτη (του 1920); Τη στιγμή μάλιστα που πρώτοι οι βενιζελικοί αξιωματικοί είχαν ρίξει την ιδέα της εκστρατείας προς την Άγκυρα. Γιατί να πιστέψουμε ότι ο Βενιζέλος θα αντιλαμβανόταν τις ανυπέρβλητες δυσκολίες του εγχειρήματος, τη στιγμή που υπέγραψε τη Συνθήκη των Σεβρών και την κράδαινε ως εθνική επιτυχία, την οποία του αναγνώρισαν ακόμα και οι αντίπαλοί του;
Ήταν ένας δίκαιος πόλεμος;
Πρόκειται για ένα ερώτημα που οφείλει καθένας να απαντήσει, ίσως πριν από οποιοδήποτε άλλο σε σχέση με τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή.
Η κυριαρχούσα θετική απάντηση βασίζεται στην παρουσία ελληνικού πολιτισμού στην Ιωνία από την αρχαιότητα, που έφτασε μέχρι τον πολυπληθή και ευημερούντα ελληνικό πληθυσμό των αρχών του 20ου αιώνα.
Ας μην πάμε 25 αιώνες πίσω, αλλά μόνο έναν.
Ο Βενιζέλος, παρουσιάζοντας τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Διάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1919, παρουσίασε στοιχεία για τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με αυτά, στα μικρασιατικά παράλια, ο πληθυσμός ήταν μοιρασμένος, με ισχνή πλειοψηφία του ελληνικού στοιχείου. Προχωρώντας προς τα ανατολικά, λιγόστευαν οι Έλληνες και αυξάνονταν οι Τούρκοι.
Οι μη μουσουλμανικοί πληθυσμοί (Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι κ.α.) είχαν υποστεί διωγμούς, ήδη από τους Νεότουρκους και την πολιτική του εξισλαμισμού με το λεπίδι. Η μακρόχρονη ειρηνική συμβίωση και η κοινότητα της μικρασιατικής πατρίδας έπρεπε να σβηστούν από τις συνειδήσεις και να επικρατήσει ο εθνικισμός και το μίσος.
Οι μειονότητες, για άλλη μια φορά, χρησιμοποιήθηκαν στις αντιπαραθέσεις μεταξύ των μεγάλων, αλλά και μεταξύ των μικρών.
Πώς μπορεί να κριθεί αν μια περιοχή με μοιρασμένο πληθυσμό είναι πιο δίκαιο να ανήκει στο ένα κράτος απ’ ότι στο άλλο; Την απάντηση μπορεί να δώσει μόνο ο ίδιος ο μοιρασμένος πληθυσμός για τον εαυτό του, με πνεύμα φιλίας και αλληλεγγύης, μακριά από εθνικιστικές αντιπαραθέσεις. Σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, οποιαδήποτε λύση είναι εξ’ ορισμού άδικη.
Κι έτσι άδικη ήταν η λύση που υποτίθεται ότι δόθηκε, δηλαδή η Μικρασιατική Εκστρατεία, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της. Άδικη και για τον τουρκικό και για τον ελληνικό λαό.
Όσο για τον ανθρωπισμό των Μεγάλων Δυνάμεων, τον είδαμε όταν έστρεψαν τα όπλα τους εναντίον του σοβιετικού λαού που τόλμησε να χαράξει τη δική του πορεία και να επιχειρήσει να οικοδομήσει το μέλλον του έξω από την εξουσία και την καταπίεσή τους.
Σαν μια τραγική απόδειξη ότι τα διδάγματα της Ιστορίας είναι χρήσιμα σήμερα, ας αναζητήσουμε, με τα ίδια κριτήρια, αν το Λουχάνσκ, το Ντονέτσκ, η Χερσώνα και η Ζαπορίζια θα πρέπει να ανήκουν στη Ρωσία ή την Ουκρανία…
Απόσπασμα από την εισήγηση του Κώστα Μιχαλάκη (ιστορικός, μέλος της συγγραφικής ομάδας):
Σε δύο πράγματα θα ήθελα να αναφερθώ στην σημερινή εκδήλωση, αν και το θέμα της Μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής είναι, όπως φαίνεται άλλωστε και στα διάφορα θέματα που αγγίζει το βιβλίο, ανεξάντλητο.
Το πρώτο είναι αν η Ελλάδα πήγε στην Μικρασία για να προστατεύσει τους ελληνικούς και χριστιανικούς πληθυσμούς από την εθνικιστική μανία και τις σφαγές των Νεότουρκων. Η απάντηση μου είναι αρνητική. Οι ελληνικοί πληθυσμοί χρησιμοποιήθηκαν ως όχημα της ελληνικής πολιτικής και μάλιστα με αρκετή δόση κυνισμού μερικές φορές.
Ας θυμηθούμε ότι η Ελλάδα αρνήθηκε για διάφορους λόγους την ένταξη της Κύπρου και της Β. Ηπείρου στην Ελλάδα, ενώ παραχώρησε την Καβάλα, μαζί με ένα ολόκληρο σώμα στρατού, στις Κεντρικές Δυνάμεις, κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ας θυμηθούμε επίσης ότι ο Βενιζέλος απάντησε κυνικά αρνητικά στα αιτήματα των Ποντίων για βοήθεια, δηλώνοντας ότι δεν επαρκούσαν οι δυνάμεις της Ελλάδας, αφήνοντας τους έρμαια της τύχης τους.
Και όταν όμως η ελληνική διοίκηση εγκαταστάθηκε στην Σμύρνη, δεν συμπεριφέρθηκε με τρόπο που να είναι αποδεκτός από την πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού. Είναι γνωστή η αντιπαλότητα Στεργιάδη-Χρυσόστομου, άσχετα με το ποιος είχε δίκιο ή όχι, αλλά και ο φόβος ότι οι Μικρασιάτες μπορεί να μην είναι συμπαθούντες της κυβέρνησης. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να μπει και ο πολύ χαμηλός αριθμός στράτευσης μικρασιατών στην ελληνική στρατιά, περίπου 20000 άνδρες, όταν δεκάδες χιλιάδες στρατεύσιμης ηλικίας συνελήφθησαν αιχμάλωτοι και φυσικά άοπλοι από τους Τούρκους τον Σεπτέμβριο του 1922.
Η μεγαλύτερη και πιο τρανταχτή απόδειξη όμως είναι ο τραγικός Σεπτέμβριος του 1922. Τότε, οι στρατιωτικές μονάδες, ή ό,τι είχε απομείνει από αυτές, δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον για τις τύχες των ελληνικών πληθυσμών που άφηναν πίσω τους, αλλά δεν είχαν και κανένα σχέδιο για την προστασία τουλάχιστον μέρους από αυτές. Το ίδιο συνέβη και με την πολιτική διοίκηση. Αθόρυβα και μυστικά πακέταραν τα αρχεία και έφυγαν κρυφά. Για να μην σπείρουν λέει πανικό, λες και αυτό που ακολούθησε ήταν ήσσονος σημασίας. Έπρεπε να ακολουθήσει η φωτιά της Σμύρνης, τα δραματικά γεγονότα στην προκυμαία και το λιμάνι και δραματικές εκκλήσεις, όπως αυτές του Horton, για να έρθουν ελληνικά πλοία να παραλάβουν τους πρόσφυγες.
Ας μην αναφερθούμε για την μεταχείριση τους ως πρόσφυγες στο ελληνικό κράτος, τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, την φτώχεια, την παντελή έλλειψη προστασίας. Παραθέτω μόνο τρία επίθετα που συνόδεψαν για δεκαετίες τους μικρασιάτες, και ιδίως τις γυναίκες: Τουρκόσποροι, ξετσίπωτες και παστρικιές.
Όσον αφορά την δική μου συμβολή στο βιβλίο, είναι μια αδρή περιγραφή του κινήματος των Παλαιών Πολεμιστών. Αφορμή για την ενασχόληση μου με αυτούς ήταν τα γεγονότα των Τρικάλων τον Φεβρουάριο του 1925, όταν οι Παλαιοί Πολεμιστές διεκδίκησαν τα τσιφλίκια των Μοναστηριών των Μετεώρων. Η επέμβαση του στρατού και της αστυνομίας, τα συλλαλητήρια και η πορεία των διαδηλωτών, οδήγησαν στην αιματηρή καταστολή από τον στρατό, με διοικητή τον τότε Συνταγματάρχη Καβράκο. Το αποτέλεσμα ήταν έξι νεκροί και αρκετοί τραυματίες.
Με αυτό το γεγονός ως εφαλτήριο, προσπάθησα να περιγράψω με αδρές γραμμές το κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών, την σχέση του με το ΣΕΚΕ/ΚΚΕ και την δράση του τα 2,5 περίπου χρόνια της ύπαρξης του. Φυσικά δεν υπάρχει δυνατότητα να μιλήσω γι’ αυτά αναλυτικά εδώ, υπάρχουν όμως μερικά χαρακτηριστικά στα οποία θα ήθελα να σταθώ:
Πρώτον, η Ελλάδα μπαίνει στον μεσοπόλεμο όχι το 1918, αλλά το 1923. Τα χαρακτηριστικά όμως είναι περίπου τα ίδια: Φτώχεια, έλλειψη κοινωνικού κράτους, εκμετάλλευση των εργαζομένων, καταπίεση, αντικομμουνισμός. Όσον αφορά το τελευταίο, να διευκρινίσω ότι μπορεί τώρα η ιστορική πείρα να μας έχει διδάξει ότι ο Μεσοπόλεμος «γέννησε» τα τέρατα του φασισμού και του ναζισμού, για τις αστικές όμως τάξεις της εποχής, το τέρας που αντιμετώπιζαν ήταν αυτό του κομμουνισμού, ο οποίος αμφισβητούσε την ίδια την ύπαρξη τους.
Δεύτερον, η ακτινοβολία της της Ρωσικής Επανάστασης και του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους που εγκαθιδρύθηκε ήταν πολύ μεγαλύτερη από όσο ίσως κάποιος μπορεί να φανταστεί σήμερα. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου, οι λαοί, ειδικά της Ευρώπης που έβγαινε πληγωμένη από τον Μεγάλο Πόλεμο, έστρεφαν το βλέμμα τους στο κομμουνιστικό κίνημα και στη σοβιετική εξουσία που όχι απλά υπόσχονταν έναν καλύτερο κόσμο, αλλά και τον δημιουργούσε. Έτσι εξηγείται η μεγάλη απήχηση των κομμουνιστικών κομμάτων στην Ευρώπη, η μεγάλη αποδοχή των αιτημάτων τους, αλλά και η δημιουργία συνδικαλιστικών και άλλων οργανώσεων που δεν ήταν αμιγώς κομμουνιστικά, είχαν όμως αναφορά σε αυτό.
Τα δύο παραπάνω σημεία εξηγούν και πώς ένα νεαρό και υπό διαμόρφωση κόμμα, όπως ήταν τότε το ΣΕΚΕ/ΚΚΕ κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα μετωπικό σχήμα, όπως αυτό των Παλαιών Πολεμιστών, αλλά και γιατί το Κράτος αντέδρασε τόσο βίαια. Οι ιδεολογικές αναφορές υπήρχαν ήδη από την Διεθνή Ομοσπονδία Παλαιών Πολεμιστών και οι οργανωτικές μέθοδοι είχαν διδαχθεί από τους Μπολσεβίκους. Κυρίως όμως, τα αιτήματα που έθετε ήταν ώριμα «τέκνα της ανάγκης», χιλιάδες άνθρωποι είχαν γυρίσει από το μικρασιατικό μέτωπο τραυματίες, άρρωστοι, άνεργοι, χωρίς χωράφια να καλλιεργήσουν.
Φυσικά, δεν λείπουν τα λάθη, οι παραλείψεις, οι υπερβολές από το Κίνημα αυτό. Δεν παύσει όμως να είναι μία πρώιμη ηρωική σελίδα του Κομμουνιστικού Κινήματος που αξίζει να αναφέρεται και να διδασκόμαστε από την δράση της.
Απόσπασμα από την εισήγηση του Δημήτρη Παυλίδη (μέλος της συγγραφικής ομάδας και επιμελητή της έκδοσης):
"...Η Ανταλλαγή του 1923 ήταν η κορυφαία τραγική και εν πολλοίς τελική στιγμή μιας ολόκληρης περιόδου ξεδιαλέγματος των λαών, όπως εύστοχα ονομάστηκε, η οποία ξεκίνησε με την αφύπνιση των εθνικισμών στα πλαίσια της μεγάλης Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τον 19ο αιώνα, στα Βαλκάνια, στον Καύκασο και αλλού και άρχισε να επιταχύνεται από το 1912 με το ξέσπασμα του πρώτου βαλκανικού πολέμου. Η διαδικασία αυτή δεν ήταν φαινόμενο που εμφανίστηκε μόνο στα εδάφη και τους λαούς που κατοικούσαν εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και αλλού , λόγου χάρη στην Αυστροουγγαρία, έχουμε το ίδιο φαινόμενο της αποσύνθεσης και του εθνικού διαχωρισμού με λιγότερο αιματηρό τρόπο είναι αλήθεια Σε αυτό το βίαιο ξεδιάλεγμα όλοι οι πρωταγωνιστές, διεθνείς και τοπικοί έχουν μερίδιο ευθύνης. Η επιδίωξη εθνικά ομοιογενών κρατών ήταν κοινή για όλους τους εθνικισμούς και τα εθνοκρατικά κέντρα τα οποία αναδύθηκαν στην πορεία των χρόνων. Μια εξέλιξη που είχε τις ρίζες της στην ανάπτυξη του καπιταλισμού και στην ανάγκη για την δημιουργία κρατικής/εθνικής κυριαρχικής βάσης και αγοράς. Τις επιδιώξεις αυτές εκμεταλλεύτηκαν , υποδαύλισαν και χειρίστηκαν πολύμορφα οι ισχυρές αποικιακές - ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της εποχής , ιδιαίτερα αυτές της Ευρώπης, εξέλιξη που πήρε ιδιαίτερη δυναμική με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Η σύζευξη/ αλληλοδιαπλοκή αυτών των δύο παραγόντων είναι ολοφάνερη κατά την εξέταση των πολιτικών και των σχεδιασμών που ακολούθησαν όλες οι πλευρές, πέρα από συγκυριακές και επιμέρους διαφορές. Στην περίπτωση που εξετάζουμε δεν ήταν μόνο η πολιτική των Νεοτούρκων που επιδίωκε τον εκτουρκισμό και την εθνική ομογενοποίηση , με ιδιαίτερη σκληρότητα είναι αλήθεια σε αρκετές περιπτώσεις. Και οι άλλες πλευρές είχαν ανάλογες επιδιώξεις . Δεν ήταν μόνο νεοτουρκική, κεμαλική στην συνέχεια, η αντίληψη του εθνοκαθαρμένου κράτους αλλά κοινή αντίληψη όλων των αστικών τάξεων της περιοχής και των κρατικών κέντρων τους. Οι μετακινήσεις πληθυσμών πριν το 1923 στην νότια Βαλκανική χερσόνησο και οι συμφωνίες του 1914 και του 1919 ανάμεσα στην Ελλάδα, την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Βουλγαρία αντίστοιχα μόνο κατ’ όνομα ήταν εθελοντικές. Υπήρξαν προσφιλές εργαλείο άσκησης πολιτικής και εκατέρωθεν εκβιασμών τόσο για το βουλγαρικό όσο και για το ελληνικό κρατικό κέντρο. Το ελληνικό κράτος της Μεγάλης Ιδέας δεν ήταν όπως θέλουν να το παρουσιάσουν οι αστοί ιστοριογράφοι ανεκτικό στον άλλον, στον αλλόγλωσσο και τον θρησκευτικά διαφορετικό. Προτείνοντας το 1919 την εθελοντική ανταλλαγή πληθυσμών με τη Βουλγαρία, ο Βενιζέλος είχε προσδιορίσει απερίφραστα το ζητούμενο γι αυτόν , που ήταν και ο ιδανικός στόχος του κάθε εθνικισμού : “ Η συγκέντρωσις – όπως είχε δηλώσει - εις τα αυτά εδάφη των ομοφύλων και η κατά το δυνατόν υπαγωγή εις έκαστον κράτος αμιγών πληθυσμών ανηκόντων εις την αυτήν εθνικότητα” Ακόμη και στην περίοδο που η βενιζελική πολιτική ήθελε να δείχνει προς τα έξω πως μπορεί να εγγυηθεί μια πολυεθνική κοινωνία στην ζώνη κατοχής στην Μικρά Ασία , τόσο στην περίφημη συνθήκη των Σεβρών όσο και στις παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις στην διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου δεν απέκρυβε τις απώτερες επιδιώξεις της. Δηλαδή το ξεδιάλεγμα/ανακατάταξη των μικτών πληθυσμών όταν θα γίνονταν οριστικές οι εδαφικές διευθετήσεις.
Στο διάστημα ανάμεσα στην επικράτηση του κινήματος των Νεοτούρκων και στην οριστική ήττα του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία ένα πλήθος εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων έπαιξαν καταλυτικό ρόλο για όσα τραγικά ακολούθησαν. Η ιστορική καθυστέρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αργή ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων σε συνδυασμό με την οικονομική υπεροχή ορισμένων αλλόθρησκων μειονοτήτων δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την λύση των εθνικών ζητημάτων με ιδιαίτερα σκληρό τρόπο. Με βίαιες προσπάθειες ενσωμάτωσης , εκτοπισμούς, διώξεις και καταπίεση. Στο έδαφος αυτό ενέτειναν την επέμβαση τους για διεκδίκηση επιρροής εξωτερικές ισχυρές δυνάμεις αξιοποιώντας επιδέξια τις εσωτερικές αντιφάσεις και αντιθέσεις και χρησιμοποιώντας ως εργαλείο άλλοτε τις μειονότητες και άλλοτε πτέρυγες του αναδυόμενου τουρκικού εθνικισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ρόλος της Γερμανίας η οποία υπεστήριξε αν δεν καθοδήγησε τις βίαιες διώξεις των μειονοτήτων εκ μέρους των Νεότουρκων θεωρώντας πως με αυτόν τρόπο θα εκτοπίσει την άγγλο-γαλλική επιρροή. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και στην συνέχεια ο Μεγάλος Πόλεμος που βάθυναν τις διαχωριστικές γραμμές , γέννησαν νέες αντιθέσεις , πολλαπλασίασαν τις έχθρες ανάμεσα στις εθνότητες και τις κοινότητες αλλά και έδωσαν την ευκαιρία στις δυτικές δυνάμεις να ριχτούν σε μια σκληρή διαπάλη η μια σε βάρος της άλλης . Αγγλία , Γαλλία, Τσαρική Ρωσία, Ιταλία και από απόσταση αλλά με ζωηρό ενδιαφέρον οι ΗΠΑ έστησαν και διέλυσαν λυκοσυμμαχίες ή αναμετρήθηκαν με επίδικο την θνήσκουσα Αυτοκρατορία, τις στρατηγικές θέσεις και τις πετρελαιοπηγές. Αγγλία , Γαλλία και Ιταλία αφού πρώτα επιχείρησαν να μοιράσουν από κοινού την λεία στη συνέχεια κάτω από την ισχύ της αντίστασης του τουρκικού κινήματος ανεξαρτησίας επιδόθηκαν σε μια αναμέτρηση για προσεταιρισμό του. Η ελληνική τυχοδιωκτική στρατιωτική επιχείρηση, απεσταλμένη κυρίως του αγγλικού ιμπεριαλισμού, η κατοχή και στην συνέχεια η εκστρατεία που μετατράπηκε σύντομα σε ένα σκληρό πόλεμο θέσεων με τυφλές σφαγές αμάχων και γενικευμένες καταστροφές. Καταστροφές και σφαγές οι οποίες ειδικά στην τελευταία φάση της άτακτης υποχώρησης δεν είχαν κανένα λόγο να γίνουν και υπονόμευσαν πλήρως ακόμη και τις ελάχιστες ελπίδες για παραμονή των ελληνικών πληθυσμών και συγκατοίκηση. Η μελέτη τόσο της ύστερης Οθωμανικής περιόδου στην Μικρά Ασία αλλά και αυτής του ελληνοτουρκικού πολέμου και της πολιτικής του ιμπεριαλισμού στην περιοχή αποτελεί , εκτός των άλλων επίκαιρη πολιτική ανάγκη. Για την βαθύτερη κατανόηση των όσων συμβαίνουν ή μέλλουν να γίνουν στην περιοχή μας, ανάμεσα στις δυο αστικές τάξεις και τους δύο λαούς..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου