Αναφορά στους αγωνιστές Νίκο Μαγόπουλο και Πέτρο Μπολτσή (αποσπάσματα από
την εισήγηση στην εκδήλωση της Οργάνωσης Καρδίτσας του ΚΚΕ(μ-λ) με θέμα
«Καρδιτσιώτες πρωτεργάτες του μ-λ κινήματος» που έγινε στο Παυσίλυπο στις
13/11/2014 με αφορμή τα 50 χρόνια από την έκδοση του περιοδικού «Αναγέννηση»)
Μαγόπουλος Νίκος
Γεννήθηκε
το 1917 στη Γιαννιτσού Φθιώτιδας. Από το 1920 κάτοικος Αχλαδιάς Καρδίτσας.
Η
κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου τον βρήκε ήδη φαντάρο, να υπηρετεί στο 42ο
Σύνταγμα Ευζώνων της VIII
Μεραρχίας Ηπείρου.
Μέλος
του ΚΚΕ από το 1941. Αντιστασιακός. Υπολοχαγός Π.Ε. του ΔΣΕ. 28 χρόνια πολιτικός
πρόσφυγας στην Πολωνία. Στέλεχος της παράνομης Μαρξιστικής-Λενινιστικής
Οργάνωσης των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στην Πολωνία.
Έγραψε
τα βιβλία «Γενιά Αγώνων και Θυσιών – 33 χωριά Καρδίτσας-Δομοκού
στην Αντίσταση»
(Αθήνα 1990), «Από Άγραφα-Πολωνία, Η Οδύσσεια των τραυματιών του ΔΣΕ» (Καρδίτσα
1997), «Αγωνιστές των Καρδιτσιώτικων Αγράφων και του Κάμπου 1940-1950»
(Καρδίτσα 1998) και «37 χρόνια Πολιτικής Προσφυγιάς και Αγώνων» (κυκλοφόρησε σε
ελάχιστα αντίτυπα).
Αρκετά
αναλυτική είναι η μαρτυρία του για τις δραστηριότητες της Μ-Λ Οργάνωσης στην
Πολωνία που περιλαμβάνεται στο παράρτημα του βιβλίου του «37 χρόνια Πολιτικής
Προσφυγιάς και Αγώνων» (ΣΣ: το βιβλίο αυτό είναι εξαντλημένο και η σχετική μαρτυρία
παρατίθεται όπως περιλαμβάνεται στο βιβλίο του φίλου του Κώστα Γκριτζώνα «Το
Μαρξιστικό-Λενινιστικό Κίνημα στην Ελλάδα», Καρδίτσα 2007, σελ.114-120):
«Ύστερα
από την κατάσταση που δημιουργήθηκε στο ΚΚΕ και στην κοινότητα της
Ελληνικής
Προσφυγιάς, καταφύγαμε στην συνδυασμένη και οργανωμένη πάλη σ’ όλη την Πολωνία
όπου υπήρχαν πολιτικοί πρόσφυγες. Η πάλη μας αυτή στην αρχή εκδηλώθηκε με
ομαδικά γράμματα που στάλθηκαν στα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα των
Λαϊκών Δημοκρατιών, της ΕΣΣΔ, της Γαλλίας και Ιταλίας.»
Στα
γράμματα αυτά καταγγέλλανε «την πραξικοπηματική ανάληψη της καθοδήγησης από την
αναθεωρητική ομάδα Κολιγιάννη-Δημητρίου-Παρτσαλίδη και λοιπών» που «χειροτέρεψε
ακόμα περισσότερο από τη στιγμή της σύγκλισης του αποκαλούμενου 8ου Συνέδριου
του ΚΚΕ τον Αύγουστο του 1961 (…)»
Και
συνεχίζει παρακάτω ο Ν. Μαγόπουλος: «Η ενέργεια εκείνη των πολιτικών προσφύγων
Ελλήνων Κομμουνιστών που ζούσαν στην Πολωνία δεν είχε λογικό νόημα. Με το
πολυσέλιδο εκείνο γράμμα τους ζητούσαν από το ΚΚΣΕ και τα άλλα κομ. κόμματα να
βοηθήσουν ώστε το ΚΚΕ «να βρει το σωστό επαναστατικό δρόμο του
Μαρξισμού-Λενινισμού απ’ τον οποίο το απομάκρυναν οι αποφάσεις
της 6ης
Ολομέλειας». Μα οι αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας του ΚΚΕ – όπως έγινε και με
παρόμοιες αποφάσεις άλλων κομ. κομμάτων – βασίστηκαν στις αποφάσεις του 20ου
Συνέδριου του ΚΚΣΕ με τις οποίες άλλαξε η μέχρι τότε ακολουθούμενη επαναστατική
στρατηγική. Πως λοιπόν ήταν δυνατόν το ΚΚΣΕ να απαιτήσει από το ΚΚΕ να
εγκαταλείψει τη νέα «επαναστατική» (ρεβιζιονιστική-οπορτουνιστική) στρατηγική,
που το ίδιο (το ΚΚΣΕ) επέβαλε στα ΚΚ, κατά συνέπεια και στο ΚΚΕ;» Στο ίδιο βιβλίο ο Ν. Μαγόπουλος αναφέρεται και στα μέτρα που πήρε το Κόμμα της Πολωνίας αλλά και το ΚΚΕ για να αντιμετωπιστεί η Μ-Λ Οργάνωση των πολιτικών προσφύγων, για να καταλήξει: «Όπως ήταν επόμενο τα οργανωτικά μέτρα που πήρε η ΚΕ του ΚΚΕ (διαγραφές κ.α.) εναντίον καθοδηγητικών στελεχών των αντιφρονούντων κομμουνιστών όχι μόνο δεν σταμάτησαν τις αντιδράσεις τους αλλά τις όξυναν περισσότερο».
Μπολτσής Πέτρος
Ο
Πέτρος Μπολτσής γεννήθηκε το 1921 (1 Φλεβάρη) στη Μούχα, όπου και μεγάλωσε «σε
μια οικογένεια αρκετά φτωχή, αγροτική, 10 άτομα» όπως λέει ο ίδιος στην
αυτοβιογραφία του «Αναμνήσεις απ’ τη ζωή κι απ’ τον Αγώνα» (Αθήνα 1986). Ένα από τα 6
παιδιά (Στέλιος, Τσιβούλα, Αγόρω, Πέτρος, Ηλίας, Πάνος) του αγρότη-υλοτόμου Κωνσταντίνου
Θεμ. Μπολτσή και της ;;;;;;;;. Από μικρός στη βιοπάλη (υλοτομία νόμιμη και –
κυρίως - παράνομη) κατάφερε να βγάλει μόνο τη Δ’ δημοτικού. Με την κατοχή
συμμετέχει ενεργά στο κίνημα της αντίστασης, στην αρχή στον εφεδρικό ΕΛΑΣ του
χωριού του και από το Μάη του 1943 στον ενεργό ΕΛΑΣ, αρχικά ως αντάρτης στο 6ο
συγκρότημα Αγράφων με επικεφαλής τον Βάγιο Ντανόπουλο (Καραπιπέρης) από τη
Σέκλιζα και στη συνέχεια ως καπετάνιος και γραμματέας ΚΟΒ. Αν και διαφώνησε με
τη συμφωνία της Βάρκιζας, πειθάρχησε, παρέδωσε τον οπλισμό του (22.02.1945) και
επέστρεψε στο χωριό του και στην υλοτομία μέχρι τον Αύγουστο του 1946 οπότε
ξαναβγαίνει στο β’ αντάρτικο, στο Αρχηγείο Αγράφων με επικεφαλής τον Βασίλη
Μπότση (Αγραφιώτης), τον Γιώργο Κατσάνο και τον Βασίλη Καπνιά. Τον Ιούνη του
΄47 τραυματίζεται και από τον Δεκέμβρη του ΄47 μέχρι τον Μάρτη του ΄48 είναι
στη Σπινάσα, όπου οργάνωσε και διεύθυνε αντάρτικο νοσοκομείο. Από τη Θεσσαλία
περνά στο Γράμμο, ξανατραυματίζεται ελαφρά, προάγεται σε Λοχαγό και στη
συνέχεια, στις 17 Οκτώβρη του 1948, με διαταγή της Προσωρινής Κυβέρνησης σε
Ανθυπολοχαγό του ΔΣΕ. Με την ήττα του ΔΣΕ (Σεπτέμβρης του ΄49) περνά στην
Αλβανία και από κει στην Τασκένδη της ΕΣΣΔ (7.11.1949). Δούλεψε ως οικοδόμος
και εργάτης σε διάφορες επιχειρήσεις και αναδείχτηκε σε Γραμματέα ΚΟΒ και μέλος
της Κομματικής Επιτροπής της 12ης πολιτείας. Το Μάη του ΄52 παντρεύτηκε την
αντάρτισσα Μαρίκα Χρηστίδου και απέκτησαν τέσσερα παιδιά (Αθηνά, Κώστα,
Βαγγελίτσα, Νίκο). Διαφώνησε με την 6η ολομέλεια του ΄56 και την επέμβαση των ρεβιζιονιστών
στο ΚΚΕ και για τη δράση του αυτή διώχθηκε και φυλακίστηκε από τους
σοβιετικούς. Αρχές του ΄70, φεύγει με την οικογένειά του από την ΕΣΣΔ για τον
Καναδά, όπου αρχίζει δεύτερη προσφυγιά. Δούλεψε ως βιομηχανικός εργάτης σε διάφορες
δουλειές μέχρι το 1986 που συνταξιοδοτήθηκε. Πέθανε στον Καναδά, το 2006.
(*) Τα βιογραφικά στοιχεία είναι
από το βιβλίο του «Αναμνήσεις απ’ τη ζωή κι απ’ τον Αγώνα», Αθήνα 1986.
Να τη λέει για την Τασκένδη και την επέμβαση στο
ΚΚΕ, στο βιβλίο του «Αναμνήσεις απ’ τη ζωή κι απ’ τον Αγώνα», Αθήνα 1986
(σελ.67-75):
«Τα πρώτα χρόνια, μέχρι
το 1953 πηγαίναμε πολύ καλά. (…) Στις 9 Μαρτίου 1953 πέθανε ο Στάλιν και μαζί
πέθανε και η δική μας χαρά και ευτυχία, παράλληλα και του σοβιετικού λαού. Τον
κλάψαμε πάρα πολύ όλοι (…). Όταν ανέλαβε ο Χρουστσώφ (…) άρχισαν οι
φραξιονιστικές γκρούπες παντού, μέσα και έξω. Στην Κομματική Οργάνωση Τασκένδης
ήταν τότε ο Αριστοτέλης Χατούρας (Αριανός). Αυτός ανέλαβε τη φραξιονιστική
γκρούπα μέσα στο κόμμα μας και επειδή είχε την υποστήριξη κατόρθωσε να διαλύσει
το κόμμα. (…) Το τι έκαναν ανάμεσά μας δεν λέγεται. (…) Είχαν διώξει κόσμο από
τις δουλιές τους. Στα ανώτερα σχολεία δεν μπορούσε να πάει κανένας, αν δεν το
ενέκρινε ο Χατούρας. Επίσης είχαν κάνει τραμπούκικες ομάδες, που δέρναν όποιον
μιλούσε κατά του Χατούρα. Αφού είδε η Κεντρική Επιτροπή ότι η κατάσταση είχε
φτάσει στο απροχώρητο, αποφάσισε την καθαίρεση της Κ.Ο.Τασκένδης.(…) κάναμε
συνελεύσεις όλες οι Κόβες και οι Κομ.Επιτροπές και βγάλαμε αντιπροσώπους για τη
συνδιάσκεψη της Τασκένδης που είχε προετοιμαστεί, για να ξεκαθαρίσουμε το
ζήτημα. Επενέβη όμως ο Χρουστσώφ και τα ακύρωσε όλα. Τότε πήραν τον Ζαχαριάδη
και δεν ξαναφάνηκε. Και οι χατουρικοί ξεσπάθωσαν εναντίον μας. Όμως παρόλες τις
φοβέρες, τις εξορίες και φυλακές, εμείς διατηρούσαμε την οργάνωση. Κάναμε
συνελεύσεις στα σπίτια, κάναμε τις γιορτές, πανηγύρια και χορούς κανονικά.
Γινόταν το 20ο Συνέδριο
και λέγαμε ίσως και πάρουν σωστές αποφάσεις. Γινόταν παράλληλα και το
δικαστήριο για τους δικούς μας που είχαν πάρει και τους φυλάκισαν σαν
πρωτοκινητές, που αργότερα τους στείλαν εξορία. Εμένα με διώξαν από τη δουλιά,
χωρίς κανένα αιτιολογικό και με είχαν για εξορία, αν δεν επέμενε μια καλή
γιατραίσσα που έπαιρνε μέρος στο συμβούλιό τους, που τους είπε, αυτός έχει τόσα
μωρά, ποιος θα τα κοιτάξει;(…) Περίπου το Μάη του 1956 έγινε η 6η ολομέλεια, με
τη βοήθεια του Ρουμάνου Γεωργ. Ντεζ. Είχε πάρει μέρος και ο Ζαχαριάδης, που
όταν μίλησε τους βούλωσε το στόμα όλους, με τα χειροπιαστά ντοκουμέντα που
είχε. Και δεν μπορούσε κανένας να αντιμιλήσει. Και τότες πήρε το λόγο ο
σοβιετικός αντιπρόσωπος Κοουσένεν, που τον είχε στείλει ο Χρουστσώφ και λέει
επί λέξει: Ο Νικολάι Νικολάιεβιτς, έτσι τον έλεγαν οι σοβιετικοί τον Ζαχαριάδη,
πρέπει να διαγραφεί από το Κόμμα. Από τότε τον Ζαχαριάδη τον στείλαν εξορία και
τον απομόνωσαν. Η απόφαση που πήραν ήταν διαγραφή όλης της οργάνωσης Τασκένδης
και γενικά όλου του Κόμματος και επαναδιοργάνωση.
Εμείς στην Τασκένδη ήμασταν περί τις 7,5 χιλιάδες και αυτοί ήταν μόνον
400-500 μέλη. Ούτε λίγο ούτε πολύ, διέγραψε η μειοψηφία την πλειοψηφία, πράγμα
απαράδεκτο απ’ το καταστατικό. Όμως, ποιος κοιτούσε καταστατικό, ότι λέει ο
μπάρμπας. Εμένα φαγώθηκαν οι μαύροι, ώσπου με βάλαν φυλακή. (…) Έτσι
συνεχίστηκε αυτή η φαγωμάρα ώσπου έφυγα. Τα παιδιά μας δεν μπορούσαν να παν σε
ανώτερα σχολεία, διότι δεν εγκρίναν οι δικοί μας. Με τις συντάξεις, με τις
δουλειές, γίνονταν ένα σωρό αδικίες και δεν μπορούσες να πεις τίποτα. Ώσπου
μαύρισαν τα μάτια μου και σηκώθηκα και έφυγα να μην τους βλέπω.(…)»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου