(από την ταινία "Ψυχή βαθιά" του Παντελή Βούλγαρη)
Ήταν τέτοιες μέρες, Πάσχα του 1947. Μεγάλη Παρασκευή προς Μεγάλο Σάββατο. Ο λαός μας ανέβαινε τους δικούς του Γολγοθάδες. Χιλιάδες στις φυλακές και στα κρατητήρια. Χιλιάδες οι διωκόμενοι από τις μεταβαρκιζιανές κυβερνήσεις. Οι πρώην συνεργάτες των Γερμανών καταχτητών, οι παρακρατικές συμμορίες των Σούρληδων, των Βουρλάκηδων κ.α., οπλισμένοι τώρα από τους Αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές, δολοφονούν ΕΑΜικούς αγωνιστές και τρομοκρατούν στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Καθημερινές οι συλλήψεις, καθημερινά τα στρατοδικεία και τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Και στα βουνά, ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ), με λιανοντούφεκα και πενιχρά μέσα, να δίνει έναν ηρωικό αγώνα ενάντια σ’ ένα ξενόδουλο καθεστώς μ’ ένα στρατό εξοπλισμένο μ’ ότι πιο σύγχρονο του εξασφάλιζαν οι εγγλέζικες λίρες και
η αμερικάνικη βοήθεια. Κι αυτήν την Άνοιξη του 1947, αρχίζει η επιχείρηση του κυβερνητικού στρατού «TERMINUS» με σκοπό την εκκαθάριση της Βόρειας και Κεντρικής Ελλάδας από τις δυνάμεις του ΔΣΕ.
Σύμφωνα με τον στρατηγό του κυβερνητικού στρατού Δ.Ζαφειρόπουλο, «η αποστολή είχε δύο μέρη: 1) την συντριβή των συμμοριτών στις περιοχές που καθορίστηκαν, 2) την απώθηση των συμμοριτών στις γειτονικές δορυφόρους χώρες. Αν πετύχαινε μόνο το δεύτερο μέρος, θα έμπαιναν οι διπλωματικές βάσεις για να αποδειχθεί ότι υπήρχε εξωτερική επιβουλή σε βάρος της Ελλάδας».[1] Το σχέδιο προέβλεπε τρεις φάσεις. Την επιχείρηση «Αετός» στον 1ο χρόνο, την επιχείρηση «Ιέραξ» στον 2ο χρόνο και τις επιχειρήσεις «Κόραξ», «Κύκνος» και «Πελαργός Β» στον 3ο χρόνο. Η επιχείρηση «Αετός» περιελάμβανε την περιοχή που ορίζονταν από τα ορεινά συγκροτήματα Άνω Αχελώου, Κόζιακα, Νεβρόπολης και Αγράφων. Ήταν η περιοχή που στην περίοδο της Κατοχής ήταν προπύργιο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και αποτέλεσε το ελεύθερο κράτος της Ελλάδας. Σύμφωνα πάλι με τον Δ.Ζαφειρόπουλο, για την επιχείρηση «Αετός» διατέθηκαν «α) από το Α’ Σ.Σ. η 72η Ταξιαρχία, η διλοχία Μανέτα, το 613 Τ.Π.-σύνολο 5 τάγματα πεζικού, β) από το Β’ Σ.Σ. 2 ΙΙ Μεραρχία (32η, 36η, 3η Ορεινή Ταξιαρχία)-σύνολο 6 τάγματα πεζικού, γ) η ΙΧ Μεραρχία (41η και 42η Ταξιαρχία)-σύνολο 6 τάγματα πεζικού, δ) η VIII Μεραρχία (43η Ταξιαρχία, 2 τάγματα πεζικού, 4 λόχοι καταδρομών, 4 λόχοι ΜΑΔ)-σύνολο 4 τάγματα πεζικού. Σύνολο των διαθέσιμων δυνάμεων: 21 τάγματα πεζικού, 4 ΛΟΚ και 4 ΜΑΔ. Πυροβολικό: 2 συντάγματα πεδινού πυροβολικού. Τεθωρακισμένα: 2 συντάγματα αναγνωρίσεως»[2]. Ο τεράστιος όγκος του κυβερνητικού στρατού διέθετε βαρύ πυροβολικό, όλμους, ορειβατικό πυροβολικό, σύγχρονα μέσα διαβιβάσεων και είχε την αδιάκοπη κάλυψη της αεροπορίας. Αντικειμενικός στόχος τους ήταν να εγκλωβίσουν και να τσακίσουν τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού, που δρούσαν στα Άγραφα. Είχαν στη διάθεση τους σύγχρονο οπλισμό και άφθονα πολεμοφόδια, ενώ ο Δημοκρατικός Στρατός τηρούσε απαρέγκλιτα τη διαταγή της ηγεσίας του για αυστηρή οικονομία στα πυρομαχικά.
Στην
περιοχή των Αγράφων δρούσαν μικρές ομάδες ανταρτών, καθώς και το τάγμα του
Σοφιανού. Συνολικά για τη Θεσσαλία το ΓΕΣ εκτιμούσε τη δύναμη του ΔΣΕ σε 1100-1400
άνδρες. Όμως οι αριθμοί του ΓΕΣ ήταν υπερβολικοί και στην πραγματικότητα η
δύναμη του ΔΣΕ ήταν μικρότερη[3].
«Η τακτική που εφάρμοζε ο στρατός ήταν των “κλειών”
και των “εγκλωβισμών” στις διάφορες περιοχές. Αλλά οι μονάδες του ΔΣΕ, που τις
αποτελούσαν βετεράνοι του ανταρτοπόλεμου, ξέφευγαν εύκολα και ξαναγύριζαν στις
περιοχές τους μόλις ο στρατός αποχωρούσε (…). Και οι εκκαθαριστικές επιθέσεις
που άρχισαν από τη Ρούμελη για να φτάσουν στην Ήπειρο, έπεφταν στο κενό[4]»
Στην
περιοχή της Καρδίτσας, οι πρώτες σκληρές μάχες δόθηκαν στα ριζά των Αγράφων και
την περιοχή της Νεβρόπολης, όπου σήμερα είναι η λίμνη Πλαστήρα. Κάτω από την
πίεση ισχυρών κυβερνητικών δυνάμεων το τάγμα του Σοφιανού, ακολουθούμενο από
εκατοντάδες καταδιωκόμενους πολίτες και πολιτικές οργανώσεις της Καρδίτσας
αναγκάστηκε να αποτραβηχτεί στα Πετρίλια και κατόπιν στα Μ. Βραγγιανά. Η
κατάσταση ήταν άκρως κρίσιμη, καθώς οι ταξιαρχίες του κυβερνητικού στρατού
πλησίαζαν προς τα Βραγγιανά και απειλούσαν με εγκλωβισμό και ολική συντριβή τις
ανταρτικές δυνάμεις.
Στο 56σέλιδο
δακτυλογραφημένο ντοκουμέντο του ΔΣΕ με τίτλο «Ιστορία του Αρχηγείου Αγράφων
1946-1948» το οποίο σώζεται στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας και
υπογράφεται από τη διοίκηση του Α.Α., διαβάζουμε:
«Το Τάγμα Σοφιανού και Λόχος του Πάϊκου
συνεχίζοντας τον ελιγμό τους στη περιοχή των Βραγγιανών, κάναν προσπάθειες να
περάσουν στα μετόπισθεν του εχθρού από τις διαβάσεις της Νιάλας. Το πέρασμα της
Νιάλας πραγματοποιήθηκε στις 13 του Απρίλη κάτω από χιονοθύελλα που
εξουδετέρωσε τον εχθρό που κατείχε τη Νιάλα. Ο εχθρός από τη χιονοθύελλα είχε
150 περίπου ξεπαγιασμένους και τον Ταγ/χη Αλευρά νεκρό ενώ οι υπόλοιποι του
εχθρικού Τάγ/τος δεν ήταν σε θέση να κινηθούν. Τα τμήματά μας στην προσπάθεια
να περάσουν είχαν απώλειες 39 αντάρτες ξεπαγιασμένους. 100 περίπου πολίτες
καταδιωκόμενοι και τα θεσσαλικά στελέχη των οργανώσεων Σούλας, Τσιρώνη,
Ταγκούλης, Χαλκιάς, Κουσιάντζα Βαγγελίτσα, Ζούμπος κ.α. Επίσης την ίδια μέρα το
Νοσοκομείο που συμπτύχθηκε από Άγραφα προς την ίδια περιοχή χωρίς σχέδιο και
κάλυψή του, διαλύθηκε, εγκαταλείφθηκε από τον γιατρό Γρίβα ο οποίος πιάστηκε
αργότερα (…). Το Α.Α. (σ.σ.: Αρχηγείο Αγράφων) περνώντας στα μετόπισθεν, κάνει
προσπάθειες να συνδεθεί και να δώσει δρομολόγιο στο τάγμα Σοφιανού, τη τύχη του
οποίου αγνοεί. Γι αυτό το λόγο στέλνει τον συν. Καρακαντά Άγγελο προς την
περιοχή όπου γίνονται οι μάχες και αποστολή να συνδεθεί οπωσδήποτε με τους συν.
Σοφιανό-Πάϊκο και να τους οδηγήσει προς τα μετόπισθεν προς την περιοχή
Σμοκόβου. Η επαφή αυτή πραγματοποιήθηκε 13/4/47 (…) και στις 17/4 έφτασαν στο
Σμόκοβο όπου συναντήθηκαν με το Α.Α.»
Ο
Μενέλαος Μούστος, μαχητής του ΔΣΕ από το Λαμπερό Καρδίτσας που συμμετείχε στο
πέρασμα της Νιάλας, αφηγείται:
«Σ’ ένα σπίτι των Βραγγιανών είναι
συγκεντρωμένοι καμιά εικοσαριά άνθρωποι. Η διοίκηση του τάγματος, οι διοικήσεις
των λόχων και των διμοιριών και τα πολιτικά στελέχη της Οργάνωσης. Ο Βασίλης
Τσιρώνης, γραμματέας του ΚΚΕ της Επιτροπής Πόλης Καρδίτσας, η Βαγγελή Κουσάντζα,
μέλος της Επιτροπής του ΕΑΜ Καρδίτσας, ο Σούλας από το Γραφείο Περιοχής του
Κόμματος στη Θεσσαλία κι άλλοι. Γίνεται σύσκεψη για την κατεύθυνση του ελιγμού
μας[5]». Στη σύσκεψη γίνεται
αποδεκτή η εισήγηση του Σοφιανού: Να σπάσουν τον κλοιό διασχίζοντας την
κορυφογραμμή της Νιάλας ως μόνο δρόμο διαφυγής, ως μόνη επιλογή. «Θα περάσουμε
τη Νιάλα. Θα φτάσουμε στη Σάϊκα, στο Καροπλέσι κι από κει κατ’ ευθείαν στη
Βουλγάρα. Στη Βουλγάρα θα βρούμε το Γενικό και το αρχηγείο Θεσσαλίας. Από κει
και πέρα όλα λύνονται (…)[6]»
Στο
άκουσμα πολλοί κερώνουν. Αντιλαμβάνονται τι σημαίνει να διασχίσει κανείς αυτά
τα άγρια ανεμοδαρμένα περάσματα των Αγράφων σε υψόμετρο 2200 μέτρων, σε γυμνές
παγωμένες και αφιλόξενες κορυφές, εκεί που δειλιάζει να φυτρώσει δέντρο και που
ακόμη και τα αγρίμια κιοτεύουν. Συν τοις άλλοις υπάρχει και η υπόνοια μήπως ο
στρατός έχει πιάσει τα περάσματα της Νιάλας. Όμως δεν τους απομένει άλλη
επιλογή. Συγκροτούνται ως εξής: 2 μάχιμοι λόχοι μπαίνουν εμπροσθοφυλακή, στη
μέση τα γυναικόπαιδα κι οι λαβωμένοι και στην οπισθοφυλακή ο 3ος λόχος του
Γιάννη Παπαϊωάννου. Έτσι θα αρχίσει μία από τις πιο συγκινητικές και ηρωικές
πορείες μέσα από την άγρια Νιάλα, τα “Ιμαλάϊα της Ελλάδας”!
Η φάλαγγα
ξεκίνησε Μεγάλη Παρασκευή, 11 Απρίλη 1947, για τη μεγάλη πορεία. Στα πρώτα
βήματα ξεσπά άγρια κακοκαιρία με βροντές, αστραπές, κατακλυσμιαίες βροχές, κρύο
ανυπόφορο και η Νιάλα είναι ακόμα πολύ μακριά και αόρατη από τα μολυβένια
σύννεφα που τη σκεπάζουν.
Περιγράφει
πάλι ο Μενέλαος Μούστος στο βιβλίο του "Αφηγήσεις για το Δημοκρατικό
Στρατό":
"Κάνει τσουχτερό κρύο κι
ας είναι Απρίλης μήνας. Προχωράμε σ’ ένα αδιάβατο ανήφορο και βρέχει με το
ασκί. Έχει πέσει πυκνή ομίχλη και αντάρα που δεν βλέπεις το διπλανό σου (…)
Ανηφορίζουμε αγκωμαχώντας. Τα χαλίκια μας τρυπάνε τα πόδια, που αρχίζουν τώρα
να γίνονται πιο βαριά. Κρύο. Διαβολεμένο κρύο κι είναι Απρίλης (…) Ανηφόρα.
Ανηφόρα. Όσο πιο ψηλά ανεβαίνουμε η
βροχή γίνεται νερόχιονο. Μόνο η γλώσσα μας είναι στεγνή. Βραχήκαμε ως το
κόκκαλο. Το νερό μπαίνει απ’ το λαιμό και γλιστράει στο κορμί και μας παγώνει.
Το νερόχιονο μας χτυπάει κατάμουτρα (…) Και ο δρόμος γίνεται τώρα πιο
αδιάβατος. Ένας στενός κατσικόδρομος σαν κλωστίτσα. Και από κάτω γκρεμός. Λίγο
παραπάτησες ή γλίστρησες, πήγες στο χαμό (…) Χιονίζει. Χιονίζει Απρίλη μήνα! Τι
σημάδι είν’ αυτό; Εξαντληθήκαμε (…) Μούδιασε όλο το σώμα μου και με
μυρμηγκιάζει. Βαδίζουμε νηστικοί και
ξυπόλητοι, χωρίς στάση, χωρίς ανάσα, κάτω απ’ τη βροχή και το χιόνι. Μα δε
λυγούμε. Δεν πρέπει να λυγίσουμε (…) Απ την ουρά της φάλαγγας έρχεται αυθόρμητα
ένα τραγούδι που μεταδίνεται ως την κορφή κι ανάβει σ’ ολόκληρη τη φάλαγγα.
Βροντάει ο Όλυμπος
αστράφτει η Γκιώνα
Μουγκρίζουν τ’ Άγραφα
σειέται η στεριά (…)
Μια τρομερή χιονοθύελλα
σηκώνεται άξαφνα από παντού. Ένα άσπρο σύννεφο τα κάλυψε όλα. Τίποτα δεν
φαίνεται. Μουγκρίζει μανιασμένα ο αέρας και παρασέρνει ότι βρει στο δρόμο του.
Θέλει να μας ξεριζώσει λες από τη γη (…) Προχωρούμε. Ένας έπεσε ξερός. Ο
διπλανός κάνει μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να τον σηκώσει και μένει και κείνος
κόκκαλο. «θα πεθάνουμε» σκέφτηκα από το κρύο (…) Ουρλιάζει από παντού η θύελλα.
Μας παίρνει και τα δίκοχα και τα’ ανεμίζει ψηλά σα φούσκες. Ο αέρας ορμητικά
μπαίνει στο στόμα και το βουλώνει, στις μύτες, στα πνευμόνια. Ανασαίνουμε με
δυσκολία. Θα χαθούμε; (…) Το παιδάκι του Μπαρμπαράγια, που είχα πάρει στην αρχή
της πορείας, σπαρταράει στην αγκαλιά της μάνας απ’ το κρύο. Το χουχουλίζει για
να το ζεστάνει. Τρέχω και τα’ αρπάζω. Το τρίβω για να το συνεφέρω. Στα χαμένα.
Ανοιγόκλεισε δυο-τρεις φορές το στοματάκι του, τέντωσε τα πόδια και τα χεράκια
του και ξεράθηκε στην αγκαλιά μου (…) Υα βλέφαρα, τα μαλλιά, οι χλαίνες έπιασαν
κρύσταλλο. Κόλλησαν τα μουστάκια και τα γένια στο δέρμα (…) Κι άλλος έπεσε (…)
- Να τραγουδήσουμε σύντροφε
ταγματάρχη;
- Τραγουδήστε ορέ!
Βροντάει ο Όλυμπος και πάλι
στη Γκιώνα πέφτουν κεραυνοί
σειούνται στεριές και τα
πελάγη
όπλων ακούγεται κλαγγή (…)
Μια γυναίκα και μια κοπέλα
άφησαν μια αλλόκοτη κραυγή και έπεσαν ξερές. Κόκκαλο. Η γυναίκα κι η κόρη του
Μπαρμπαράγια (…) Άλλοι πεθαίνουν κι άλλοι τραγουδάνε. Σου φαίνεται απάνθρωπο.
Μα δεν είναι έτσι. Τραγουδάνε ακριβώς γι αυτούς που πέφτουν σ’ αυτήν την
παράξενη μάχη (…) Η αλυσίδα πάλι κόβεται. Τρεις πολίτες σβήνουν απ’ το κρύο.
Κολασμένος βράχος! (…) Το κρύο αβάσταχτο. Παγώνει το σάλιο. Παγώνει η ανάσα. Τα
πάντα. Κι άλλοι πέφτουν ξυλιασμένοι την τελευταία στιγμή. Ο Κώστας Καραγιάννης
και ο Παπακώστας (…) Σφιχτήκαμε. Προχωράμε αμίλητοι και σκυφτοί. Ολόγυρα
καταιγίδα. Είμαστε μέσα στο σίφουνα (…) Ο Λάμπρος Οικονόμου, ο οπλοπολυβολητής,
πάγωσε και μας έφραξε το δρόμο. Πάλι σταματάει η φάλαγγα. Τραβάμε να του
πάρουμε το οπλοπολυβόλο μα δεν ξεκολλάει από τον ώμο του. Πάγωσε κι έγινε σάρκα
και σίδερο ένα πράγμα. Φρίκη! (…) Μπροστά μου άκουσα δυο φωνές:
- Πέσανε κι άλλοι
- Ποιοι;
- Ο Ταγκούλης και ο Σούλας (…)»
Με το
τέλος της πορείας οι νεκροί θα ανέλθουν σε μερικές δεκάδες.
Το βράδυ,
12 Απρίλη, ο 1ος και ο 2ος λόχος φθάνουν στην κορυφή και με μια ηρωική
προσπάθεια περνούν την πόρτα του θανάτου. Περνούν τον αυχένα της Νιάλας και
βρίσκονται στο απυρόβλητο της καταραμένης θύελλας. Η χαρά των ανταρτών για την
επιτυχία τους μετριάζεται από την περιπέτεια του 3ου λόχου και των πολιτών. Οι
άοπλοι μαζί με το λόχο του Ερμή ξέκοψαν από την κύρια δύναμη του τάγματος,
πήραν λάθος μονοπάτι και έπεσαν πάνω στο μέρος που βρίσκονταν τα φυλάκια του
κυβερνητικού στρατού.
Γράφει ο
Μενέλαος Μούστος:
«Και ξαφνικά αντίκρυσαν αντίσκηνα. Εχθρικά
αντίσκηνα. Σκορπάνε μέσα σ’ αυτά. Τι να δουν; Φαντάροι κουκουλωμένοι με
κουβέρτες και χλαίνες, είχαν μόνο τα μάτια ξεσκέπαστα και καρτερούσαν
μοιρολατρικά το θάνατο. Ξυλιασμένοι κι εκείνοι, πουντιασμένοι κι οι δικοί μας.
Ούτε τους μιλάνε, ούτε τους πυροβολάνε. Ούτε κι οι δικοί μας ανοίγουν τα όπλα
τους. Τα όπλα συμφώνησαν αυτήν την ώρα κάτω απ’ τη βία της φύσης να μη μιλήσουν
για θάνατο. Πάγωσαν. Δεν λειτουργεί τίποτα.
Βουβή ανακωχή!
Σαστισμένοι οι φαντάροι, κοιτάνε τους μαχητές
του ΔΣΕ να κατεβάζουν τους γυλιούς τους και ν' αποθέτουν τα όπλα τους σαν νάταν
παλιοί γνώριμοι ή νοικοκύρηδες στις σκηνές. Παίρνουν κι αυτοί θάρρος.
Ξεκουκουλώνονται.
- Είμαστε αδέλφια, λένε, μη
μας πειράξετε, ούτε εμείς θα σας πειράξουμε.
- Αδέρφια, αδέρφια, απαντάνε
οι δικοί μας(…)
Ένας ξερακιανός στρατιώτης με
αδύνατα κοκκαλιάρικα δάχτυλα μοίραζε σταφίδες και σοκολάτα κι ένας άλλος μ’ ένα
παγούρι κερνούσε κονιάκ (…)».
Ο επίσης
Καρδιτσιώτης Βασίλης Φυτσιλής (από τη Σέκλιζα), ο οποίος επίσης βίωσε προσωπικά
την τραγωδία της Νιάλας, γράφει στο βιβλίο του, που είναι αφιερωμένο στην
ηρωίδα του λαού Βαγγελίτσα Κουσιάντζα: «Είδα δίπλα μου αντάρτες και πολίτες να πέφτουν και να πεθαίνουν σε ένα
λεφτό. Εβγαζαν απ' τα ρουθούνια τους λίγο αίμα, τρεμόπαιζαν για μια στιγμή τα
βλέφαρα και σε λίγο ήταν νεκροί».
Και στο
βιβλίο του «Κουβεντιάζοντας με το Γιάννη-το πικρό οδοιπορικό ενός μικρούς
αντάρτη» (εκδόσεις ΕΝΤΟΣ, 1999) περιγράφει το πέρασμα της Νιάλας:
«Γύρω μας, σε κάθε βήμα,
έβλεπα ανθρώπους που προσπαθούσαν να προχωρήσουν. Κι άλλους, που δεν
προσπαθούσαν πια… Είχαν γονατίσει. Κι έμειναν, άταφοι νεκροί, εκεί στην
ολόγυμνη ράχη της Νιάλας.
Σακίδια, όπλα, κουβέρτες,
άλλες δεμένες ρολό κι άλλες ανοιχτές,
κοκαλωμένες, κιλίμια σπιτίσια χρωματιστά, ήταν σκορπισμένα σ’ όλο το μάκρος της
βουνοπλαγιάς. Τα πιο ελαφριά τα’παιρνε ο σίφουνας του χιονιού, τα στριφογύριζε
λίγο σαν παιχνιδάκια και μετά χάνονταν στο άπειρο (…)
Σ΄ ένα γύρισμα του μονοπατιού,
που ανηφόριζε απότομα η Βαγγελίτσα (σ.σ.: αναφέρεται Κουσάντζα) γονάτισε πάλι.
Δεν είχε άλλη δύναμη (…) την έσυρα στην πλάτη μου. Έσφιξα γερά το χέρι της πάνω
στον ώμο μου και συνεχίσαμε.
Στον αυχένα της Νιάλας, σ’ ένα
γουπατάκι που έκοβε κάπως η ορμή της θύελλας, πέσαμε πάνω σ’ ένα τσαντήρι. Ένα
μικρό στρατιωτικό αντίσκηνο, μισοθαμμένο μέσα στο χιόνι!
Η Βαγγελίτσα, μολύβι ασήκωτο
στα χέρια μου. Την έσυρα, μ’ όση δύναμη μου απόμεινε, μέσα στο αντίσκηνο. Ήταν
εκεί στριμωγμένοι κι άλλοι δικοί μας. Ο μπάρμπα-Μήτσιος ο Παπαγεωργίου, ο
Βασίλης Τσιρώνης κι ο Αλέκος ο Γαλανίτσας απ’ τη Νομαρχιακή, καθώς κι άλλα
παιδιά, αντάρτες (…)
Περάσαμε μέσα στο αντίσκηνο
όλη τη νύχτα. Ξημέρωσε Κυριακή, 13 του Απρίλη, Πάσχα του 1947…
Έκανα μια προσπάθεια και βγήκα
να ρίξω μια ματιά γύρω (…) Πιο πέρα βρήκα ένα άλλο αντίσκηνο, μισοθαμμένο κι
αυτό μέσα στο χιόνι, να το ταρακουνάει πέρα-δώθε το δρολάπι. Έχωσα το κεφάλι
μου απ’ το άνοιγμα.
«Δεν χωράμε, συναγωνιστή, που
να μπεις!...» είπε κάποιος από μέσα. Ήταν πατικωμένοι κι αυτοί, καμιά δεκαριά,
μέχρι το άνοιγμα της σκηνής.
«Δεν θέλω να μπω» είπα. «Είμαι
στην άλλη σκηνή, εδώ δίπλα. Πως πάτε εσείς;»
«Εδώ είναι και φαντάροι!..»,
μου ψιθύρισε στ’ αυτί. «Τους βρήκαμε εδώ. Ο ένας νομίζω έχει πεθάνει (…)»
Τα
μισοπαγωμένα μέλη της πολιτικής οργάνωσης και μερικούς άλλους πολίτες τους
ξύπνησαν από το λήθαργο οι βρισιές και οι κλοτσιές ανδρών του κυβερνητικού στρατού,
οι οποίοι ήρθανε πρωί-πρωί από το χωριό Άγραφα, για να δούνε τους δικούς τους,
τους φόρεσαν χειροπέδες και έπειτα από ένα πικρό οδοιπορικό τους μετέφεραν στη
Λαμία. Εκεί τους πέρασαν από έκτακτο Στρατοδικείο, στις 3.5.47, και δέκα απ'
αυτούς τους καταδίκασαν σε θάνατο, τους δε υπολοίπους σε ισόβια δεσμά. Τόπος
εκτέλεσης το νεκροταφείο της Ξηριώτισσας στη Λαμία. Οι μελλοθάνατοι άφοβοι
μπροστά στο θάνατο στήνουν τον ηρωικό χορό του Ζαλόγγου. Η δασκάλα Βαγγελίτσα
Κουσιάντζα, φορώντας κόκκινο μεταξωτό φουστάνι, σέρνει πρώτη το χορό και την
ακολουθούν οι υπόλοιποι εννέα τραγουδώντας. Έκπληκτοι, οι άνδρες του
εκτελεστικού αποσπάσματος που προέρχονται από το 106 Τάγμα, από το ανεπανάληπτο
αυτό θέαμα, αρνούνται να τους εκτελέσουν. Το φονικό έργο θα το αναλάβουν
"μαυροσκούφηδες" και "ΜΑΥδες". Ήταν 4 το πρωί, στις 9 Μάη του
1947.
ΣΚ
[1]
Δημήτριος Ζαφειρόπουλος, Ο αντισυμμοριακός αγώνας 1945-1949, τ.Β’ σελ.61, 2011,
ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ
[2]
Δημήτριος Ζαφειρόπουλος, ό.π., τ.Β’, σελ.65
[3]
Σόλων Ν.Γρηγοριάδης, Ο εμφύλιος 1946-1949, τ.Α’ σελ.125, ειδική έκδοση για την
εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ
[4]
Σόλων Ν.Γρηγοριάδης, ό.π., τ.Β’, σελ.125
[5]
Μενέλαος Μούστος (Δάφνης), Αφηγήσεις για τον Δημοκρατικό Στρατό, 1954 (α’
έκδοση), Πολιτικές & Λογοτεχνικές Εκδόσεις (στο εξωτερικό)
[6]
Μενέλαος Μούστος (Δάφνης), ο.π. σελ.35.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου